«Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης», θα μπορούσε να είναι ο γενικός τίτλος του βιβλίου, όμως και όχι.


Ο Εκκλησιαστής ( קֹהֶלֶת) είναι ένα από τα 24 βιβλία της Τανάκ  και το εικοστό έβδομο από τα 49 της ορθόδοξης χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης, γραμμένο κατά την περίοδο από το 450 ως το 180 π.Χ..

Στην Εβραϊκή Βίβλο κατατάσσεται στα λεγόμενα Κεθουβείμ (στην ελλην.: «Αγιόγραφα»), ενώ στη χριστιανική Αγία Γραφή συγκαταλέγεται στα πρωτοκανονικά «διδακτικά» («Βιβλία της Σοφίας»). Ο τίτλος «Εκκλησιαστής» (που μεταγράφηκε αμετάφραστος στη λατινική, και από εκεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ως Ecclesiastes) είναι η ελληνική απόδοση του εβραϊκού Κοχελέτ ή Κοχελέθ (Kohelet ή Qoheleth), που σημαίνει αυτόν που συγκαλεί συνέλευση (πρβλ. «εκκλησία του δήμου»), αλλά παραδοσιακά μεταφράζεται ως «Διδάσκαλος» ή «Κήρυκας», το ψευδώνυμο που μεταχειρίζεται ο συγγραφέας του βιβλίου.

πηγή: Βικιπαίδεια


εκκλησιαστης κολαζ.jpg

Πρόκειται για ένα βιβλίο πιθανότατα γράμμενο υπό το πρίσμα πολλων πολιτισμικών επιρροών (αραμαϊκών, ελληνικών, περσικών, βαβυλωνιακών) που χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις σε σημείο τέτοιο που να ξαφνιάζει και να γεννά αρκετά ερωτήματα.  Το πιθανότερο είναι πως ο συγγραφέας του είναι κάποιος Εβραίος που έζησε στα μέσα του 3ου π.Χ αιώνα στην αρχαία Παλαιστίνη.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως το συγκεκριμένο βιβλίο γνώρισε την επιμέλεια ενός ή και περισσοτέρων επιμελητών κι έτσι προστέθηκαν στο περιεχόμενό του ορισμένα γνωμικά, διαδεδομένα στον τότε γνωστό κόσμο κι είναι αυτά μάλιστα στα οποία οφείλονται οι όποιες αντιφάσεις του.  Αυτό στηρίζεται και στο γεγονός πως, ενώ το βιβλίο ξεκινά με τον συγγραφέα να μιλά σε πρώτο πρόσωπο, στη συνέχεια γίνεται λόγος για τον Εκκλησιαστή σε τρίτο πρόσωπο.

Δε θα ήταν υπερβολή όμως να υποστηριξει κανείς πως μέσα από τις αντιφάσεις και τον συγκερασμό των ιδεών μπορούμε να έρθουμε πλησιέστερα στη «μεγαλύτερη» εικόνα.

«Μα είδα και κατάλαβα
έτσι ο θεός το θέλει.

Δε ξεδιψάς μακριά του,
μακριά του μένεις νηστικός.
(2:26)

[..]

Κι όλα τα δίνει ο θεός
σ’ εκείνον που στα μάτια του
του φαίνεται καλός.

Ανώφελο κι αυτό,
ανεμοκυνηγητό.»
(2:27)

Από εβραϊκής άποψης πιθανότατα έγινε αποδεκτό ως ιερό βιβλίο επειδή ήταν πολλοί εκείνοι που υπερασπίστηκαν τη σολομώντεια καταγωγή του, ενώ από τη σκοπιά της χριστιανικής πίστης αυτό
μάλλον συνέβη διότι είναι φανερός στο βιβλίο ο ενστερνισμός ενός θεμελιώδους χριστιανικού δόγματος, αυτού του contemptus mundi, δηλαδή της απαξιωτικής καθαίρεσης όσων πρεσβεύει ο αισθητός κόσμος.

Ο μυστηριώδης συγγραφέας του «Εκκλησιαστή» θέτει σε κίνηση τις  διαθέσιμες σε αυτόν δυνάμεις της σοφίας, με σκοπό να εργαστούν για να εξετάσουν την ανθρώπινη εμπειρία και να αξιολογήσουν την ανθρώπινη κατάσταση. Ο κόσμος γι’ αυτόν, είναι επί της αρχής, ένας κόσμος κίνησης και δυναμισμού.

ΕΒΡΑΙΚΑ.jpg

Η αλλαγή, όμως, που συντελείται, είναι μια αλλαγή στη βάση της επανάληψης όσων έχουν ήδη συμβεί. Οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να το αντιληφθούν αυτό, αφού η αδύναμη μνήμη και η λήθη δε τους απεγκλωβίζει. Υπεράνω όλων αυτών βρίσκεται ο Θεός, που φρόντισε όλα αυτά να γίνουν για να τον φοβούνται.

«Αυτό που κάποτε έγινε,
αυτό ξανασυμβαίνει
αυτό που ήδη κάνανε
αυτό θα ξαναγίνει.

Σε τούτο εδώ τον κόσμο
δεν έχει τίποτα καινούριο»
(1:9)

«Όλα τα έκανε ο θεός
για να τον φοβούνται.

Το χτεσινό υπάρχει ακόμα,
το αυριανό ήδη είναι εδώ»
(3:15)

Σε αυτό το σημείο να πούμε πως ο φόβος του Θεού για τον Εκκλησιαστή ίσως να μην σχετίζεται με την έννοια του θεού – τιμωρού και πιθανόν να μπορεί να εννοηθεί και σαν υπενθύμιση της προσωρινότητας του ανθρώπου στη γη.

Ο συγγραφέας του βιβλίου μοιάζει να εκλαμβάνει τη ζωή ως ένα πεδίο που περιορίζεται αποκλειστικά μέσα στα σύνορα του ανθρώπινα ορατού κόσμου, στους κόλπους του οποίου σημειώνεται τόσο η γέννηση όσο και ο θάνατος. Μοιάζει να επιθυμεί συνειδητά να αποτρέψει τον εαυτό του από την όποια απόπειρα θέασης του κόσμου πέρα από την οπτική του τελευταίου ανθρώπινου ορίζοντα, αυτού του θανάτου.

Περιδινούμενος ανάμεσα στο φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας και παρατήρησης, εκφράζει μια βαθειά ανησυχία, καθώς προσπαθεί να ορίσει το «καλό» και το «κακό» κι όσο επιχειρεί αυτό ακριβώς, υπερτονίζοντας την έννοια του εφήμερου που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή στη γη,  επιτρέπει να του διαφύγει μια ευσπλαχνική σοφία, μέσα από την οποία θέλει να προετοιμάσει, να προειδοποιήσει. Η μόνη ανταμοιβή για τον άνθρωπο είναι η χαρά των κόπων του που ωστόσο είναι επίσης μάταια, αφού είναι προσωρινή.

«Και χάρηκε η καρδιά
με τη χαρά των κόπων μου.
Η χαρά των κόπων μου:
αυτό το μερτικό μου.

Κατόπι είδα τα έργα μου
όσα φτιάξαν τα χέρια μου,
όσα δώσαν οι κόποι μου.
Και είδα: όλα ανώφελα
κυνήγι του ανέμου»
(2:10 | 2 :11)


 Η ζωή στον κόσμο είναι μόνο κάτω από το Θεό και αυτό αφορά σε όλα τα αινίγματά της. Κι αφού είναι έτσι, η ζωή αυτή ξεκινά χωρίς απολύτως κανένα νόημα. Όμως:

«Τη μέρα του καλού, ζήσε το καλό
τη μέρα του καημού, άνοιξε τα μάτια.

Έτσι τα έκανε ο θεός,
ο άνθρωπος να μη μπορεί
να δει τι έχει εμπρός του».
(7:14)


Όπως όλα τα ανθρώπινα,  έτσι και η γνώση είναι ανώφελη:

«Έδωσα στην ψυχή μου
γνώση για να γνωρίσει.
Κι όλος σοφία γέμισα,
γνώση και επιστήμη.

Κι έμαθα μονάχα αυτό:
ανεμοκυνηγητό»
(1:17)


εκκλησιαστης

Για τον Εκκλησιαστή ο αγέννητος και ο νεκρός μοιράζονται μια καλύτερη μοίρα:

«Και είπα:

μακάριοι οι πεθαμένοι,
που πρόλαβαν και πέθαναν
και κρίμα τους ζωντανούς,
που ακόμα ζουν.
(4:2)

Καλύτερος αυτός που δε γεννήθηκε ποτἐ
τα μαύρα έργα της ζωής
γλίτωσε και δεν είδε»
(4:3)

Παρ΄όλα αυτά, αναιρώντας τον εαυτό του, συμβουλεύει παρακάτω:

«Ρίξε σπόρο το πρωί
το βράδυ ρίξε άλλο
δε ξέρεις ποιος θα πιάσει
ο ένας ή ο άλλος·
μπορεί να πιάσουν κι οι δυο».
(11:6)


Μέσα στο βιβλίο αυτό διαχέονται και διακηρύξεις αλληλεγγύης και προτροπής προς τη συντροφικότητα, στοιχείο που μας δείχνει πως ο συγγραφέας ελπίζει στο ανθρώπινο, παρά το σίγουρο της περατότητάς του:

«Αλίμονο στον ολομόναχο σαν πέσει
δε τον σηκώνει κανένας.
(4:10)

Οι δύο ξαπλώνουν, ζεσταίνονται.
Τον μόνο ποιος θα τον ζεστάνει;
Ο μόνος θα λυγίσει, οι δύο μαζί θα σταθούν
το σχοινί το τριπλό σπάει δύσκολα».
(4:11)


Σε όποια περίπτωση, ο άνθρωπος πρέπει να είναι προσεκτικός στη σχέση του με το θείο. Περισσότερο οφείλει να ακούει, να παρατηρεί σιωπηλός, έτσι όπως πάντα χαμηλωμένος στέκεται απέναντι στο Θεό:

«Αν μπεις στο σπίτι του θεού,
πρόσεχε το βήμα σου,
στύλωσε το αυτί σου…»
(4:17)

«Φύλαξε το στόμα σου,
κράτησε την καρδιά σου,
μην τρέξει και μιλήσει
αυτός θα στέκει εκεί ψηλά
εσύ θα μένεις κάτω..»
(5: 1)


Η απαισιόδοξη οπτική του νοήματος σχετικά με την αθρώπινη ύπαρξη δε πρέπει να δικαιολογεί την οργή και το θυμό. Για τον Εκκλησιαστή αυτό αποτελεί μεγαλύτερη ακόμα ανοησία.

«Να θυμώσεις μη βιαστείς
το σπίτι της οργής
ειν΄η καρδιά του ανόητου».
(7:9)


Επιστρέφοντας στο ζήτημα της σοφίας, περιγράφει μια μεγαλύτερη απόγνωση την οποία συνδέει και με την αναζήτηση της αγάπης μέσα από τον έρωτα με τη γυναίκα. Κι έτσι προειδοποιεί :

«Τη σοφία δοκίμασα,
είπα σοφός θα γίνω
Μα η σοφία κρύφτηκε
σε βάθος που δε φτάνω,
Κύκλους και κύκλους έκανα,
εγώ και η καρδιά μου,
να δω, να καταλάβω,
τη σοφία του σοφού,
του ανόητου τη βία,
την τρέλα, τη βλακεία.

Και βρήκα μια γυναίκα.
Σα θήραμα στεκότανε·
πικρότερη απ΄το θάνατο,
παγίδα η καρδιά της,
η αγκαλιά της φυλακή.
Αν ο θεός σε αγαπά,
θα σε φυλάει μακριά της,
τον άδικο θ’ αρπάξει».
(7: 23 -26)

Παρακάτω, όμως :

«Και φτιάξε τη ζωή σου
με το κορίτσι που αγαπάς
την κάθε μέρα της ζωής,
της ανώφελης ζωής,
που σου δόθηκε να ζεις
σε τούτον δω τον κόσμο».
( 9:9)


ekklisiastis-iii-649x960

«Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης», θα μπορούσε να είναι ο γενικός τίτλος του βιβλίου, όμως και όχι.

Γιατί και ναι και όχι;

Η ματαιότητα ορίζεται αρχικά από την αποτυχία εκπλήρωσης ενός στόχου, από την προσδοκία κάποιας ορισμένης ανταμοιβής των κόπων, της ανταλλαγής του «δίνω και παίρνω». Η δύναμη της ματαιότητας  ισχυροποιείται στο υψηλότερο σημείο της, όταν αυτό που τελικά σημειώνεται είναι ο θάνατος. Υπό το φοβερό του αναπόφευκτου του θανάτου όλα είναι ανώφελα, εξόν από το ότι ο άνθρωπος θα συνεχίσει να δημιουργεί, ξεχνώντας τον θάνατο, αφού σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση αυτός δεν υπάρχει.

Υπό αυτή την έννοια η ματαιότητα, που διαχέεται στο βιβλίο του Εκκλησιαστή, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εσώτερη, σε αρχικό επίπεδο, αγωνιώδη κραυγή του συγγραφέα να διαδηλώσει το βέβαιον του θανάτου, κάτι που τουλάχιστον ακόμη και ως τη στιγμή που συγγράφει το βιβλίο δεν έχει «ανατραπεί» από θρησκειολογική άποψη, μιας που δεν έχει εμφανιστεί ακόμη ο Μεσσίας. Σε βαθύτερο επίπεδο όμως αναδύεται συγκεκαλυμμένη η ελπίδα πως η ζωή δε τελειώνει εκεί.

« Όλα που έφτιαξε ο θεός
όλα τα έφτιαξε καλά
για κάθε πράμα η ώρα του.

Στην ψυχή του ανθρώπου έβαλε
την απεραντοσύνη
κι ο άνθρωπος δε το μπορεί
να δει το έργο του θεού,
πού αρχίζει και πού κλείνει.»
(3:11)

«Ξέρω πως καλό στον κόσμο δεν υπάρχει
πλην η χαρά της ζωής
και ο καλός αγώνας».
(3 :12)



Ο Εκκλησιαστής αποτελεί ένα, καθ´όλα, συγκλονιστικό βιβλίο, θεωρώ απαραίτητο για κάθε βιβλιοθήκη. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει για την συγκεκριμένη έκδοση από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ, ξεκινώντας από την απόδοση του Θάνου Σαμαρτζή, στον οποίο ανήκει και το εξαίρετο επίμετρο, την φροντισμένη επιμέλεια, την οποία μοιράστηκε με την Μαριλένα Καραμολέγκου και φυσικά το υπέροχο χαρακτικό του εξώφυλλου του βιβλίου, σχεδιασμένο από τον Γιώργο Μακρή.
Το βιβλίο μπορείτε να προμηθευτείτε από εδώ.

3 thoughts on “«O Εκκλησιαστής» | Εκδόσεις ΔΩΜΑ

Leave a comment