«Η ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου είναι κατάθεση ψυχής ανόθευτη»
– γράφει η Σίση Σιακαβάρα

43389288_309955166469106_1529991131792670720_nΗ ποίηση είναι ουσία και δύναμη.Ξαναδιάβαζα χθες την ποιητική συλλογή της φίλης Λυδίας Κυριακίδου. Δεν της είχα γράψει κάτι κατά την πρώτη ανάγνωση, μόνο σκεφτόμουν. Ήθελα να μασήσω καλά τις λέξεις, να τις χωνέψω, όπως ξεπετάγονταν σαν ελατήρια μέσα από τα ποιήματα. Θυμάμαι ότι στην παρουσίαση είχα ανοίξει το βιβλίο και είχα για λίγα λεπτά χαθεί. «Αυτό είναι κάτι που διαφέρει και είναι και αξιόλογο», είχα πει από μέσα μου. Θυμάμαι τους πρώτους στίχους στους οποίους καρφώθηκα:

Θα’θελα
να σε κουβαλήσω στου
ονείρου μου την
άμαξα
κι όπως θα στέκεις
λευκός θεός
να σε αγαλματώσω,
κανείς να μη νιώσει ξανά
τη ζέστη του κορμιού σου
από μένα.
[…]

(Κανείς από εμένα, σελ. 38)

Την επόμενη μέρα την διάβασα προσεκτικά και μετά από λίγες ημέρες ξανά. Τα μέρη που αφήνουν στίγματα μέσα μας θέλουμε να τα επισκεπτόμαστε ξανά, δεδομένο.

Η ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου λοιπόν.
Μου αρέσει, έτσι με απλά λόγια. Μου αρέσει, γιατί δεν φοβάται τη σύγκρουση, γιατί δεν φοβάται την έκθεση, γιατί δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά σε βάζει σε πολλές και βαθιές σκέψεις, και γιατί δεν παίρνει έρωτες, ακρογιάλια, αστροφεγγιές και ρόδα μυρωδάτα να συνθέσει ομορφιές κοινές, ανώδυνες κι αποδεκτές στο μέσο όρο.

[…]
Οι παλάμες σου αντί
αγκαλιάς στεφάνι,
θηλιάς κόμπος.

Η νύχτα σου αντί
ημέρας δρόσος,
σκότου ψύχος.

Έψαξα.
Δε φάνηκες.

Λαχτάρησα.
Δεν ψήλωσες.

Έστρεψες.
Στέρεψες.

Έφτυνες.
Φτήνυνες.
[…]

(Σ’ αγαπώ δε, σελ. 14, 15)

Η ποίηση αυτή μετράει απουσίες, φτύνει, πονάει δυνατά, πέφτει κι επανέρχεται δυνατότερα, επιβάλλοντας την ύπαρξή της.

[…]
Δες με.

Πολύ μην
ακούς.
Γύρνα
απλά.
Μύρισέ με.

Εδώ.
Τα πρόσωπα που
φαινόμασταν
δεν είναι εδώ.
Και είναι.
[…]

(Μέσα μου, σελ. 18, 19)

Μια ύπαρξη, που κάνει την υπέρβασή της (“΄Ήμουν των ανθρώπων κάποτε”, Κάποτε, σελ. 30) και δεν φοβάται την αρχή, το τέλος, το ξεμπρόστιασμα, δεν διστάζει να συγκρουστεί, να φωνάξει την αλήθεια, τις αξίες αλλά και τα λάθη και να φύγει απ’ όπου πρέπει, όταν πρέπει, επειδή πρέπει. Άλλοτε δε, να επιστρέψει, αλλά και να διεκδικήσει και να περιμένει, αν χρειαστεί, μια ζωή.

[…]
Φύγε!
Και πριν σηκωθώ
πριν αρχίσω να
τρέχω,
η ίδια
από μέσα
ουρλιάζει:
Μείνε!

Και μένω.
[…]

(Κρύψου, σελ. 9)

[…]
Σε περιμένω
αεί
να βουλιάξεις,
να δέσεις.

Μέσα μου.

(Μέσα μου, σελ. 18)

[…]
Γύρνα με πίσω!
Αν είναι να καώ,
ας καώ από φως!

(Στην μπότα, σελ. 47)

Μια ύπαρξη, επίσης, αληθινή, υπεύθυνη και πεντακάθαρη (“Να’ ναι καθαρά τα μάτια” γράφει στην Ελευθερία, σελ. 28), που αγωνίζεται και αγωνιά μπρος στην επίγνωση του πεπερασμένου μέλλοντός της.

[…]
– Και από πότε γράφεται
ο νεκρός σ’ένα χαρτί;
– Την ώρα που γεννιέται.
[…]

(Του νεκρού, σελ. 80)

Η ποίηση είναι οντολογική ανάγκη.
Και το ον στην ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου αναμοχλεύει εαυτό, ανοίγει τα χαρτά του, διχάζεται, συγκρούεται και μέσα από μια διαλεκτική διαδικασία άρνησης και κατάφασης, προχωρεί στη σύνθεση του νέου, μιας καινούργιας τάξης πραγμάτων, μιας προόδου για το ίδιο και για όποιον συμπνέει μαζί του.

Σχεδόν
όλα
τα καταλαβαίνω
όσα με
περιβάλλουν στενά
και με αφορούν.

Σχεδόν όλα
και γι’ αυτό για
όλα φταίω
σχεδόν.
Δε με νοιάζει να με
πάρουν για θύμα
ή για θύτη.
Σου λέω,
τα’ χω δει τα
περισσότερα
και τα καταλαβαίνω.

Τα ντύθηκα
ραμμένα και
κομμένα πάνω μου.

(Σχεδόν όλα, σελ. 21)

Ο άνθρωπος φαίνεται μικρός κι αδύναμος, βουλιάζει, σκοτεινιάζει, άλλοτε τρομάζει καθώς έρχεται αντιμέτωπος με φόβους και φαντάσματα, ή με το υπαρξιακό κενό του, άλλοτε αδρανεί ή χάνεται στο υπαρξιακό του σύμπαν. Παραμένει ζωντανός όμως, μετράει ανάσες, ανεβάζει παλμούς και αναδύεται εν τέλει στο φως.

[…]
Γράψε πως το καλό με τη ζωή
είναι πως τελειώνει
και από τον θάνατο ένα
μονάχα βγαίνει:
ζήσε.
[…]

(Του νεκρού, σελ. 80)

Η ποίηση εδώ είναι ανάσα. Εισπνέει είτε αρώματα πρωτόγνωρα, είτε δηλητήρια, ό,τι αναδύουν τα σκουπίδια ή ένας κήπος, ό,τι βγάζει μια εξάτμιση, τον άρρωστο βήχα των αδυνάμων, την οσμή των ορμονών και εκπνέει λέξεις. Δυνατές, εύστοχες, που συμπυκνώνουν ολόκληρες ιστορίες μαζί με τα νοήματά τους, χωρίς πολυλογία. Ύστερα, απλώνει χέρια, για να ζεσταίνει παγωμένα στιγμιότυπα, να σηκώνει ψηλά ένα αδικημένο παρελθόν, να τραβάει την ψυχή απ’ τα μαλλιά, όταν πνίγεται. Μιλάει κατά πρόσωπο. Δεν φοβάται, φωνάζει, ψιθυρίζει ύστερα δυο λόγια και κάποτε σιωπά. Ξέρει πότε πρέπει και πως να μιλήσει.

Η ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου είναι κατάθεση ψυχής ανόθευτη.
Στην ψυχή του άλλου που δεν έχει τα λόγια να πει όλα όσα θέλει και τα λες εσύ γι’ αυτόν. Είναι έκφραση όχι μόνο δική σου, αλλά και δική μου. Γι’ αυτό είπα στην φίλη Λυδία συνέχισε να γράφεις. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι δίπλα μας που δεν έχουν τις λέξεις και έχουμε χρέος να τους τις δώσουμε.

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s