«ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ» | ανέκδοτο ποίημα από την συλλογή«ΕΝΤΡΟΠΙΑ»

«ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ» | ανέκδοτο ποίημα από την συλλογή«ΕΝΤΡΟΠΙΑ»

«…εγώ θα στήνομαι
ανάμεσα στις
κενόσπουδες
των ματιών σου
κόγχες και θα
γεννοβολώ συγχώρεση…»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου


forgiveness (1)
[Πόσες μεταγγίσεις να
κάνει κι αυτή η νύχτα
για ν΄ αντέξει
ένα μονάχα βράδυ]
Τις εξημμένες της
βελόνες απαλλοτρίωσα
κι αν κένανδρος τόπος
κατάντησε το
βλέμμα σου
εγώ θα στήνομαι
ανάμεσα στις
κενόσπουδες
των ματιών σου
κόγχες και θα
γεννοβολώ συγχώρεση
ανόθευτη
ακατήχητη
ακόρεστη
τόσο πολύ που
σπούδασα
να μη κρημνοφοβούμαι
τόσο καλά που
πλέον έμαθα
να σ΄ αγαπώ

«Η ψευδαίσθηση της γνώσης», των Στίβεν Σλόμαν&Φίλιπ Φέρνμπαχ|Εκδόσεις Ψυχογιός

«Η ψευδαίσθηση της γνώσης», των Στίβεν Σλόμαν&Φίλιπ Φέρνμπαχ|Εκδόσεις Ψυχογιός
«Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στο γεγονός πως το κλειδί της επιβίωσής μας ανήκει στη συλλογική γνώση..»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου
sloman-fernbach
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, το οποίο, μέσω απλών και καθημερινών παραδειγμάτων, ευελπιστεί να προσδιορίσει αυτό που οι περισσότεροι αποκαλούμε «γνώση».

Στόχος των δύο συγγραφέων, του Στίβεν Σλόμαν (καθηγητής γνωσιακής επιστήμης, γλωσσολογίας και ψυχολογίας) και του Φίλιπ Φερνμπαχ (γνωσιακός επιστήμονας και καθηγητής μάρκετινγκ), είναι να εντρυφήσουν στο βαθύ αυτό ζήτημα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τα απροσδιόριστα όρια της γνώσης, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και της δύναμης που μπορεί να αποκτήσει αυτή μέσα σε ένα κοινοτικό επίπεδο.

Οι συγγραφείς, επιχειρούν να διαφωτίσουν το πώς η γνώση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστήμη, την τεχνολογία, την πολιτική. Αποπειρώνται να αποδείξουν το εξής «παράλογο»: το πώς ενώ ζούμε στα πλαίσια ενός πολιτισμού, όπου έχουμε αναπτύξει πολύπλοκες τεχνολογίες, δεν είμαστε σε θέση συχνά να χρησιμοποιήσουμε απλά εργαλεία, μηχανήματα, ακόμη και απλοϊκές συσκευές.
Το ερώτημα που τίθεται ξεκάθαρα σε όλο το βιβλίο είναι το πώς έχει καταφέρει ο άνθρωπος τόσα πολλά κι έπειτα από αιώνες τεχνολογικής προόδου, γνωρίζοντας ουσιαστικά τόσο λίγα.

Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στο γεγονός πως το κλειδί της επιβίωσής μας ανήκει στη συλλογική γνώση, η ευφυΐα μας ακουμπά στους ανθρώπους και τα πράγματα που μας περιστοιχίζουν, μιας που οι πληροφορίες που ανακαλούμε σε κάθε περίπτωση ανάγκης, δε βρίσκονται ουσιαστικά αποθηκευμένες στον εγκέφαλό μας, αλλά αποτελούν ένα είδος ευρύτατης κοινοκτημοσύνης, την οποία και δε συνειδητοποιούμε.

Εμφανώς επηρεασμένοι από τη θεώρηση του Dewey, θα λέγαμε, μάλιστα, πως χρησιμοποιούν τον λόγο με τρόπο κάπως γενικευμένο και αόριστο, με σκοπό πάντα να επιβεβαιώσουν τη βασική τους θέση, η οποία υποστηρίζει πως όλοι βρισκόμαστε σε ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενες θέσεις μεταξύ μας, ακόμη πολύ περισσότερο από όσο μπορούμε να αντιληφθούμε. Ειδικότερα, αυτή η αλλοεξάρτηση μεγαλώνει ανάλογα με το πόσο αυξάνεται κι η πολυπλοκότητα αυτής της «κατακτημένης» γνώσης.

9786180121544

Για τους συγγραφείς του βιβλίου το ανθρώπινο μυαλό εκπροσωπεί μια λυπηρή αντίθεση, αφού, ενώ έχει κατορθώσει σημαντικά επιτεύγματα, από την ανακάλυψη της φωτιάς, τη θέσπιση δημοκρατικών θεσμών, ακόμη και την πραγματοποίηση διαστημικών ταξιδιών, την ίδια στιγμή καθένας από εμάς γίνεται συχνά θύμα του παραλογισμού του, διαπράττοντας σφάλματα τα οποία υποδεικνύουν πως, ουσιαστικά, διακατέχεται από πλήρη άγνοια. Σε αντίθεση με την ατομική σκέψη λοιπόν, οι συγγραφείς των βιβλίων συστήνουν πως η συλλογική σκέψη είναι αυτή που διασφαλίζει την πραγματική ιδιοφυΐα, αφού μας αποκαλύπτει τους τρόπους , μέσω των οποίων γεννάμε πραγματικά τη γνώση, χρησιμοποιώντας τον κόσμο γύρω μας.

Αν βρίσκεστε, λοιπόν, συχνά στη θέση του να προσπαθείτε να αντιληφθείτε το πώς μπορείτε να προβαίνετε, κάθε φορά, σε ορθότερη λήψη αποφάσεων το βιβλίο αυτό βρίσκεται εδώ για να σας δείξει το πώς.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και μπορείτε να το παραγγείλετε από εδώ.

 

«Αχνή θέα των λόφων», του Καζούο Ισιγκούρο | Εκδόσεις Ψυχογιός

«Αχνή θέα των λόφων», του Καζούο Ισιγκούρο | Εκδόσεις Ψυχογιός

«Αν είναι κάτι το οποίο μετά βεβαιότητας προτείνεται σε αυτό το βιβλίο, είναι η «σάρωση» του μέσα μας με τρόπο θαρραλέο, ώστε να έρθουμε αντιμέτωποι με το τι πήγε πραγματικά λάθος με μας..»

 


αχνη θεα των λοφων2

Η πεζογραφία του Ισιγκούρο είναι μια πεζογραφία που αποπνέει κομψότητα, αυτοσυγκράτηση. Είναι μια πεζογραφία που φέρνει αποτελέσματα, παρ᾽ όλα τα ερωτηματικά που δημιουργεί κατά την ανάγνωση.

Από ιστορικής άποψης και μόνο, η «Αχνή θέα των λόφων» αποτελεί ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Χρονικά, οδηγούμαστε από ένα χρονικό πέπλο που απλώνεται από τα τέλη του 1951, στην Ιαπωνία, λίγο πριν τη λήξη της αμερικανικής κατοχής της Ιαπωνίας, (κατάλοιπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) ως και τη δεκαετία του 1970, εποχή που η ηρωίδα του μυθιστορήματος ζει, πια, στην Αγγλία.

Αν και με υπόθεση που αγγίζει μια ευρεία ιστορικότητα, λίγα ερωτήματα απαντώνται σε σχέση με το συνολικό ιστορικό πρόσημο, αφού στο επίκεντρο περνά ο ιδιαίτερος ανθρωποκεντρικός πυλώνας και η ξεχωριστή, εξατομικευμένη εμπειρία του.

Η υπόθεση αφορά βασικά στο πώς κανείς διαχειρίζεται τη θλίψη της απώλειας ενός πολύ αγαπημένου προσώπου. Συγκεκριμένα, συναντούμε την βασική ηρωίδα του βιβλίου (Ετσούκο) να βρίσκεται αρχικά σε άρνηση σε σχέση με το θάνατο του παιδιού της. Κατά τη διάρκεια όμως της σύντομης αλλά και πρωτότυπης αφήγησης ουσιαστικά αφηνόμαστε να οδηγηθούμε σε μονοπάτια εξοικείωσης με τη θλίψη, σε απόπειρες επούλωσης  βαθύτερων ψυχικών τραυμάτων.

Οι ήρωες του βιβλίου φαίνονται ελεγχόμενοι. Παρουσιάζονται ευγενείς, συγκρατημένοι.
Κι είναι τα ίδια αυτά, κοινά, χαρακτηριστικά των ηρώων που δημιουργούν την μεταξύ τους αντίφαση κατά την διάδραση, κάτω από την επιφάνεια, αφήνοντας, κατά διαστήματα, την επικοινωνιακή τους σύγχυση να αποκαλύπτεται.

Ανά περιπτώσεις, διαπιστώνουμε την εξόρμηση, την αναίρεση του επικοινωνιακού αυτού σχήματος, με ξεκάθαρες εξομολογήσεις συναισθημάτων, ο οποίος ακόμη κι αν λειτουργεί ως την εξαίρεση του συμφωνηθέντος επικοινωνιακού κανόνα, εμφατίζει στο αναγκαίο.

Αν είναι κάτι το οποίο μετά βεβαιότητας προτείνεται σε αυτό το βιβλίο, είναι η «σάρωση» του μέσα μας με τρόπο θαρραλέο, ώστε να έρθουμε αντιμέτωποι με το τι πήγε πραγματικά λάθος με μας.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός

«O Εκκλησιαστής» | Εκδόσεις ΔΩΜΑ

«O Εκκλησιαστής» | Εκδόσεις ΔΩΜΑ

«Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης», θα μπορούσε να είναι ο γενικός τίτλος του βιβλίου, όμως και όχι.


Ο Εκκλησιαστής ( קֹהֶלֶת) είναι ένα από τα 24 βιβλία της Τανάκ  και το εικοστό έβδομο από τα 49 της ορθόδοξης χριστιανικής Παλαιάς Διαθήκης, γραμμένο κατά την περίοδο από το 450 ως το 180 π.Χ..

Στην Εβραϊκή Βίβλο κατατάσσεται στα λεγόμενα Κεθουβείμ (στην ελλην.: «Αγιόγραφα»), ενώ στη χριστιανική Αγία Γραφή συγκαταλέγεται στα πρωτοκανονικά «διδακτικά» («Βιβλία της Σοφίας»). Ο τίτλος «Εκκλησιαστής» (που μεταγράφηκε αμετάφραστος στη λατινική, και από εκεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ως Ecclesiastes) είναι η ελληνική απόδοση του εβραϊκού Κοχελέτ ή Κοχελέθ (Kohelet ή Qoheleth), που σημαίνει αυτόν που συγκαλεί συνέλευση (πρβλ. «εκκλησία του δήμου»), αλλά παραδοσιακά μεταφράζεται ως «Διδάσκαλος» ή «Κήρυκας», το ψευδώνυμο που μεταχειρίζεται ο συγγραφέας του βιβλίου.

πηγή: Βικιπαίδεια


εκκλησιαστης κολαζ.jpg

Πρόκειται για ένα βιβλίο πιθανότατα γράμμενο υπό το πρίσμα πολλων πολιτισμικών επιρροών (αραμαϊκών, ελληνικών, περσικών, βαβυλωνιακών) που χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις σε σημείο τέτοιο που να ξαφνιάζει και να γεννά αρκετά ερωτήματα.  Το πιθανότερο είναι πως ο συγγραφέας του είναι κάποιος Εβραίος που έζησε στα μέσα του 3ου π.Χ αιώνα στην αρχαία Παλαιστίνη.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως το συγκεκριμένο βιβλίο γνώρισε την επιμέλεια ενός ή και περισσοτέρων επιμελητών κι έτσι προστέθηκαν στο περιεχόμενό του ορισμένα γνωμικά, διαδεδομένα στον τότε γνωστό κόσμο κι είναι αυτά μάλιστα στα οποία οφείλονται οι όποιες αντιφάσεις του.  Αυτό στηρίζεται και στο γεγονός πως, ενώ το βιβλίο ξεκινά με τον συγγραφέα να μιλά σε πρώτο πρόσωπο, στη συνέχεια γίνεται λόγος για τον Εκκλησιαστή σε τρίτο πρόσωπο.

Δε θα ήταν υπερβολή όμως να υποστηριξει κανείς πως μέσα από τις αντιφάσεις και τον συγκερασμό των ιδεών μπορούμε να έρθουμε πλησιέστερα στη «μεγαλύτερη» εικόνα.

«Μα είδα και κατάλαβα
έτσι ο θεός το θέλει.

Δε ξεδιψάς μακριά του,
μακριά του μένεις νηστικός.
(2:26)

[..]

Κι όλα τα δίνει ο θεός
σ’ εκείνον που στα μάτια του
του φαίνεται καλός.

Ανώφελο κι αυτό,
ανεμοκυνηγητό.»
(2:27)

Από εβραϊκής άποψης πιθανότατα έγινε αποδεκτό ως ιερό βιβλίο επειδή ήταν πολλοί εκείνοι που υπερασπίστηκαν τη σολομώντεια καταγωγή του, ενώ από τη σκοπιά της χριστιανικής πίστης αυτό
μάλλον συνέβη διότι είναι φανερός στο βιβλίο ο ενστερνισμός ενός θεμελιώδους χριστιανικού δόγματος, αυτού του contemptus mundi, δηλαδή της απαξιωτικής καθαίρεσης όσων πρεσβεύει ο αισθητός κόσμος.

Ο μυστηριώδης συγγραφέας του «Εκκλησιαστή» θέτει σε κίνηση τις  διαθέσιμες σε αυτόν δυνάμεις της σοφίας, με σκοπό να εργαστούν για να εξετάσουν την ανθρώπινη εμπειρία και να αξιολογήσουν την ανθρώπινη κατάσταση. Ο κόσμος γι’ αυτόν, είναι επί της αρχής, ένας κόσμος κίνησης και δυναμισμού.

ΕΒΡΑΙΚΑ.jpg

Η αλλαγή, όμως, που συντελείται, είναι μια αλλαγή στη βάση της επανάληψης όσων έχουν ήδη συμβεί. Οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να το αντιληφθούν αυτό, αφού η αδύναμη μνήμη και η λήθη δε τους απεγκλωβίζει. Υπεράνω όλων αυτών βρίσκεται ο Θεός, που φρόντισε όλα αυτά να γίνουν για να τον φοβούνται.

«Αυτό που κάποτε έγινε,
αυτό ξανασυμβαίνει
αυτό που ήδη κάνανε
αυτό θα ξαναγίνει.

Σε τούτο εδώ τον κόσμο
δεν έχει τίποτα καινούριο»
(1:9)

«Όλα τα έκανε ο θεός
για να τον φοβούνται.

Το χτεσινό υπάρχει ακόμα,
το αυριανό ήδη είναι εδώ»
(3:15)

Σε αυτό το σημείο να πούμε πως ο φόβος του Θεού για τον Εκκλησιαστή ίσως να μην σχετίζεται με την έννοια του θεού – τιμωρού και πιθανόν να μπορεί να εννοηθεί και σαν υπενθύμιση της προσωρινότητας του ανθρώπου στη γη.

Ο συγγραφέας του βιβλίου μοιάζει να εκλαμβάνει τη ζωή ως ένα πεδίο που περιορίζεται αποκλειστικά μέσα στα σύνορα του ανθρώπινα ορατού κόσμου, στους κόλπους του οποίου σημειώνεται τόσο η γέννηση όσο και ο θάνατος. Μοιάζει να επιθυμεί συνειδητά να αποτρέψει τον εαυτό του από την όποια απόπειρα θέασης του κόσμου πέρα από την οπτική του τελευταίου ανθρώπινου ορίζοντα, αυτού του θανάτου.

Περιδινούμενος ανάμεσα στο φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας και παρατήρησης, εκφράζει μια βαθειά ανησυχία, καθώς προσπαθεί να ορίσει το «καλό» και το «κακό» κι όσο επιχειρεί αυτό ακριβώς, υπερτονίζοντας την έννοια του εφήμερου που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή στη γη,  επιτρέπει να του διαφύγει μια ευσπλαχνική σοφία, μέσα από την οποία θέλει να προετοιμάσει, να προειδοποιήσει. Η μόνη ανταμοιβή για τον άνθρωπο είναι η χαρά των κόπων του που ωστόσο είναι επίσης μάταια, αφού είναι προσωρινή.

«Και χάρηκε η καρδιά
με τη χαρά των κόπων μου.
Η χαρά των κόπων μου:
αυτό το μερτικό μου.

Κατόπι είδα τα έργα μου
όσα φτιάξαν τα χέρια μου,
όσα δώσαν οι κόποι μου.
Και είδα: όλα ανώφελα
κυνήγι του ανέμου»
(2:10 | 2 :11)


 Η ζωή στον κόσμο είναι μόνο κάτω από το Θεό και αυτό αφορά σε όλα τα αινίγματά της. Κι αφού είναι έτσι, η ζωή αυτή ξεκινά χωρίς απολύτως κανένα νόημα. Όμως:

«Τη μέρα του καλού, ζήσε το καλό
τη μέρα του καημού, άνοιξε τα μάτια.

Έτσι τα έκανε ο θεός,
ο άνθρωπος να μη μπορεί
να δει τι έχει εμπρός του».
(7:14)


Όπως όλα τα ανθρώπινα,  έτσι και η γνώση είναι ανώφελη:

«Έδωσα στην ψυχή μου
γνώση για να γνωρίσει.
Κι όλος σοφία γέμισα,
γνώση και επιστήμη.

Κι έμαθα μονάχα αυτό:
ανεμοκυνηγητό»
(1:17)


εκκλησιαστης

Για τον Εκκλησιαστή ο αγέννητος και ο νεκρός μοιράζονται μια καλύτερη μοίρα:

«Και είπα:

μακάριοι οι πεθαμένοι,
που πρόλαβαν και πέθαναν
και κρίμα τους ζωντανούς,
που ακόμα ζουν.
(4:2)

Καλύτερος αυτός που δε γεννήθηκε ποτἐ
τα μαύρα έργα της ζωής
γλίτωσε και δεν είδε»
(4:3)

Παρ΄όλα αυτά, αναιρώντας τον εαυτό του, συμβουλεύει παρακάτω:

«Ρίξε σπόρο το πρωί
το βράδυ ρίξε άλλο
δε ξέρεις ποιος θα πιάσει
ο ένας ή ο άλλος·
μπορεί να πιάσουν κι οι δυο».
(11:6)


Μέσα στο βιβλίο αυτό διαχέονται και διακηρύξεις αλληλεγγύης και προτροπής προς τη συντροφικότητα, στοιχείο που μας δείχνει πως ο συγγραφέας ελπίζει στο ανθρώπινο, παρά το σίγουρο της περατότητάς του:

«Αλίμονο στον ολομόναχο σαν πέσει
δε τον σηκώνει κανένας.
(4:10)

Οι δύο ξαπλώνουν, ζεσταίνονται.
Τον μόνο ποιος θα τον ζεστάνει;
Ο μόνος θα λυγίσει, οι δύο μαζί θα σταθούν
το σχοινί το τριπλό σπάει δύσκολα».
(4:11)


Σε όποια περίπτωση, ο άνθρωπος πρέπει να είναι προσεκτικός στη σχέση του με το θείο. Περισσότερο οφείλει να ακούει, να παρατηρεί σιωπηλός, έτσι όπως πάντα χαμηλωμένος στέκεται απέναντι στο Θεό:

«Αν μπεις στο σπίτι του θεού,
πρόσεχε το βήμα σου,
στύλωσε το αυτί σου…»
(4:17)

«Φύλαξε το στόμα σου,
κράτησε την καρδιά σου,
μην τρέξει και μιλήσει
αυτός θα στέκει εκεί ψηλά
εσύ θα μένεις κάτω..»
(5: 1)


Η απαισιόδοξη οπτική του νοήματος σχετικά με την αθρώπινη ύπαρξη δε πρέπει να δικαιολογεί την οργή και το θυμό. Για τον Εκκλησιαστή αυτό αποτελεί μεγαλύτερη ακόμα ανοησία.

«Να θυμώσεις μη βιαστείς
το σπίτι της οργής
ειν΄η καρδιά του ανόητου».
(7:9)


Επιστρέφοντας στο ζήτημα της σοφίας, περιγράφει μια μεγαλύτερη απόγνωση την οποία συνδέει και με την αναζήτηση της αγάπης μέσα από τον έρωτα με τη γυναίκα. Κι έτσι προειδοποιεί :

«Τη σοφία δοκίμασα,
είπα σοφός θα γίνω
Μα η σοφία κρύφτηκε
σε βάθος που δε φτάνω,
Κύκλους και κύκλους έκανα,
εγώ και η καρδιά μου,
να δω, να καταλάβω,
τη σοφία του σοφού,
του ανόητου τη βία,
την τρέλα, τη βλακεία.

Και βρήκα μια γυναίκα.
Σα θήραμα στεκότανε·
πικρότερη απ΄το θάνατο,
παγίδα η καρδιά της,
η αγκαλιά της φυλακή.
Αν ο θεός σε αγαπά,
θα σε φυλάει μακριά της,
τον άδικο θ’ αρπάξει».
(7: 23 -26)

Παρακάτω, όμως :

«Και φτιάξε τη ζωή σου
με το κορίτσι που αγαπάς
την κάθε μέρα της ζωής,
της ανώφελης ζωής,
που σου δόθηκε να ζεις
σε τούτον δω τον κόσμο».
( 9:9)


ekklisiastis-iii-649x960

«Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης», θα μπορούσε να είναι ο γενικός τίτλος του βιβλίου, όμως και όχι.

Γιατί και ναι και όχι;

Η ματαιότητα ορίζεται αρχικά από την αποτυχία εκπλήρωσης ενός στόχου, από την προσδοκία κάποιας ορισμένης ανταμοιβής των κόπων, της ανταλλαγής του «δίνω και παίρνω». Η δύναμη της ματαιότητας  ισχυροποιείται στο υψηλότερο σημείο της, όταν αυτό που τελικά σημειώνεται είναι ο θάνατος. Υπό το φοβερό του αναπόφευκτου του θανάτου όλα είναι ανώφελα, εξόν από το ότι ο άνθρωπος θα συνεχίσει να δημιουργεί, ξεχνώντας τον θάνατο, αφού σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση αυτός δεν υπάρχει.

Υπό αυτή την έννοια η ματαιότητα, που διαχέεται στο βιβλίο του Εκκλησιαστή, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εσώτερη, σε αρχικό επίπεδο, αγωνιώδη κραυγή του συγγραφέα να διαδηλώσει το βέβαιον του θανάτου, κάτι που τουλάχιστον ακόμη και ως τη στιγμή που συγγράφει το βιβλίο δεν έχει «ανατραπεί» από θρησκειολογική άποψη, μιας που δεν έχει εμφανιστεί ακόμη ο Μεσσίας. Σε βαθύτερο επίπεδο όμως αναδύεται συγκεκαλυμμένη η ελπίδα πως η ζωή δε τελειώνει εκεί.

« Όλα που έφτιαξε ο θεός
όλα τα έφτιαξε καλά
για κάθε πράμα η ώρα του.

Στην ψυχή του ανθρώπου έβαλε
την απεραντοσύνη
κι ο άνθρωπος δε το μπορεί
να δει το έργο του θεού,
πού αρχίζει και πού κλείνει.»
(3:11)

«Ξέρω πως καλό στον κόσμο δεν υπάρχει
πλην η χαρά της ζωής
και ο καλός αγώνας».
(3 :12)



Ο Εκκλησιαστής αποτελεί ένα, καθ´όλα, συγκλονιστικό βιβλίο, θεωρώ απαραίτητο για κάθε βιβλιοθήκη. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει για την συγκεκριμένη έκδοση από τις εκδόσεις ΔΩΜΑ, ξεκινώντας από την απόδοση του Θάνου Σαμαρτζή, στον οποίο ανήκει και το εξαίρετο επίμετρο, την φροντισμένη επιμέλεια, την οποία μοιράστηκε με την Μαριλένα Καραμολέγκου και φυσικά το υπέροχο χαρακτικό του εξώφυλλου του βιβλίου, σχεδιασμένο από τον Γιώργο Μακρή.
Το βιβλίο μπορείτε να προμηθευτείτε από εδώ.

«Ο Μετάνθρωπος», του Lupus Graecus | Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ

«Ο Μετάνθρωπος», του Lupus Graecus | Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ
«Το χώμα που πατώ θα λιγοστέψει
το ίδιο κι ο αέρας που αναπνέω
είναι χαμένη υπόθεση
και ο κύκλος των μεγάλων το γνωρίζει…»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου

metanthropos

«Το χώμα που πατώ θα λιγοστέψει
το ίδιο κι ο αέρας που αναπνέω
είναι χαμένη υπόθεση
και ο κύκλος των μεγάλων το γνωρίζει…»

Έτσι μας υποδέχεται ο συγγραφέας του «Μετανθρώπου», ο οποίος επανεκδίδεται για δεύτερη φορά τροποποιημένος, αφού, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας εξηγεί, έτσι του όρισε η της ψυχής του επιταγή.

Το βιβλίο αποτελεί μια λογοτεχνική διαμαρτυρία, βασισμένη στην αντίδραση για την εφαρμογή της «θεωρίας της διακινδύνευσης» που ο συγγραφέας διαπιστώνει να έχει ήδη τεθεί σε παγκόσμια εφαρμογή αλλά και μια δυσοίωνη προφητεία για όσα μέλλεται να επιβληθούν με κάθε νομιμότητα, που, για τον ίδιο, είναι πλέον μια αναμφίβολη συνθήκη, εν πολλοίς μη αναστρέψιμη.

Ο προβολέας πέφτει ιδιαιτέρως δυνατός πάνω στη μικρή μας χώρα, και καθώς αυτό συμβαίνει, ο συγγραφέας σπαράσσει τον λόγο για όσα παρατηρεί να κατακρημνίζονται, να ερειπώνονται, να μετασχηματίζονται σε σκιές που τον καταπίνουν. Ξεθωριασμένη μνήμη και νοσταλγία μιας «πατρίδας» που αφήνεται στη μοίρα της, άνθρωποι παράγωγα, θύτες και θύματα μιας ηθικής και πολιτισμικής εκποίησης που δε φαίνεται να τερματίζει.

Ο λόγος του συγγραφέα είναι ιδιαιτέρως συναισθηματικός, δριμύς, απροκάλυπτος, ευθύβολος και ειλικρινής. Τολμηρός, επίπονος, οργισμένος, θλιμμένος, μα, πάνω από όλα ένας λόγος που προκρίνει τη βαθειά αγάπη προς τον τόπο που τον γέννησε όσο και τον άνθρωπο που τον οικειοποιείται, κάτι που κυρίως φαίνεται μέσα από την ισχυρή επιθυμία να προειδοποιήσει, να οπλίσει, να προστατεύσει τον επερχόμενο «Μετάνθρωπο», με δικό του όπλο τον πύρινο λόγο που η χρόνια προσωπική παρατήρηση για το κοινωνικό γίγνεσθαι έχει θρέψει.

«Αν το σκεφτεί κανείς εύκολα μπορεί να διαπιστώσει την καθοδηγούμενη αυτή πορεία. Την ομαλή αυτή ροή τα τελευταία σαράντα με πενήντα χρόνια της ιστορίας. Την μεθοδευμένη αυτή οικουμενική πολιτική που τόσο ελεγχόμενα, μαζικά, μα και συντονισμένα, κατάφερε να δημιουργήσει το νέο αυτό παγκόσμιο προϊόν. Το νέο αυτό οικουμενικό μοντέλο, τον «Μετάνθρωπο». Μία νέα εποχή περιμένει τους επιζήσαντες. Μία νέα αρχή για αυτούς που θ’ αντέξουν, για αυτούς που θα επιβιώσουν, για αυτούς που θα περάσουν στο επόμενο στάδιο. Σ’ αυτό, της αιώνιας πλέον «Τακτοποίησης». Το στάδιο αυτό έφτασε, το στάδιο της μετανεωτερικής αυτής διαδικασίας μόλις ξεκινά…»
(σελ. 84)

47362122_338782170283707_1966066939541323776_n

«Λογικά τώρα θ᾽αναρωτιέσαι γιατί να θέλουν να μου κρύψουν τ᾽αστέρια, τι θα κερδίσουν αν δε τα βλέπω πια, τι θα πετύχουν, αν ξεχάσω πώς είναι η μορφή τους; Η απάντηση είναι απλή και θα στην δώσω με ερώτηση. Μπορείς να φανταστείς κάτι που δεν έχεις δει ποτέ; Μπορείς να φανταστείς κάτι που δε ξέρεις πώς μοιάζει; Κάτι που δε ξέρεις πώς είναι; Μπορείς να αναγνωρίσεις κάτι, αν δε ξέρεις πως υπάρχει;»

(σελ.30)

Αν και κατά κύριο λόγο εμφανίζεται δυσοίωνος, απαισιόδοξος για την τελική έκβαση των γεγονότων, θα λέγαμε πως ακόμη και η ίδια η επιθυμία έκδοσης αυτής της λογοτεχνικής διαμαρτυρίας ξεσκεπάζει, ίσως άθελά της, την ελπίδα της ανατροπής και της διάσωσης που ο συγγραφέας φυλάει στην ψυχή. Σε παράλληλη διάταξη εντοπίζει κανείς στίγματα αισιοδοξίας στον «Μετάνθρωπο». Ανάμεσά τους απομονώνω τα εξής :

«Τέλος, υπάρχουν κι αυτοί που κάποιες φορές παραδίδονται στην καρδιά και άλλες στον νου, ανάλογα με την περίσταση, ανάλογα με τη δύναμη που αυτός ζητά να πάρει το τιμόνι. Αυτοί είναι και οι πιο άξιοι, οι πιο καλοί καπετάνιοι».

(σελ. 37-38)

lupus graecus
Lupus Graecus

«Όλα είναι ρευστά, γι ᾽αυτό πάντα, σ᾽ότι κατάσταση και να ´σαι, να βοηθάς με την καρδιά σου…μην αλλάξεις ποτέ. Παράμεινε άνθρωπος και μη κλείνεις τα μάτια στην ασχήμια».

Προσωπικά, θεωρώ πως η πρώτη και τελευταία προτροπή του Lupus Graecus μέσα από τον «Μετάνθρωπο» θα ξεδιπλωθεί στη σελίδα 49. Είναι στο σημείο αυτό που συνοψίζεται το γενικό μήνυμα του Μετανθρώπου :

«Καθήκον του κάθε λύκου να ζει και να φεύγει ελεύθερος σαν Άνθρωπος, με άλφα όμως κεφαλαίο»

Πρωτότυπο το εξώφυλλο αλλά και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η αγγλική μετάφραση του έργου μέσα στο ίδιο το βιβλίο.

Τον «Μετάνθρωπο» μπορείτε να προμηθευτείτε από το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Ι.ΣΙΔΕΡΗΣ , ενώ την προσωπική ιστοσελίδα του συγγραφέα μπορείτε να επισκεφθείτε εδώ.


 

«Ο Φόβος και η Ελευθερία», του Κιθ Λόου | Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ

«Ο Φόβος και η Ελευθερία», του Κιθ Λόου | Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
«Με το τελευταίο βιβλίο του Κιθ Λόου, «Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», έχουμε μπροστά μας ένα ωφέλιμο βιβλίο που εξετάζει τον σύγχρονο κόσμο ταυτόχρονα ως γέννημα και αποκύημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου

ipiccy-collage2
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν απλά άλλη μια κρίση – οι επιπτώσεις του επηρέασαν σαρωτικά περισσότερους ανθρωπους από οποιαδήποτε άλλη ιστορική συγκυρία στην ιστορία του ανθρωπότητας.Εκατοντάδες εκατομμύρια πολιτών υπήρξαν θύματα του πολέμου αυτού και πρωταγωνίστησαν σε αυτήν την μεγάλη σύγκρουση με διάφορους τρόπους. Τα θύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν αφορούσαν αποκλειστικά στρατιώτες. Αφορούσαν πολίτες και μάλιστα, για πρώτη φορά στην ιστορία, ο αριθμός των νεκρών μεταξύ των αμάχων ξεπερνούσε αυτόν των στρατιωτών στα πεδία των μαχών.Στον πόλεμο αυτόν εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από τις εστίες τους, αλλάζοντας συχνά και τον τρόπο με τον οποίο επιχειρούσαν την επιβίωσή τους. Άλλοι από αυτούς μετακινήθηκαν υποχρεωτικά – κι όχι μόνο ώς πρόσφυγες – αφού χρησιμοποιήθηκαν ως εργάτες , ως προμηθευτές τροφίμων και καυσίμων ή ως διασκεδαστές.Η νέα τάξη, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το 1945, σηματοδότησε το τέλος της εποχής της αποικιοκρατίας και την γένεση δύο εκ των μεγαλύτερων υπερδυνάμεων έως σήμερα : των Η.Π.Α και της (πρώην) Σοβιετικής Ένωσης. Μια γέννηση που έλαβε χώρα σε ένα κλίμα παγκόσμιου Ψυχρού Πολέμου.

Ένας κόσμος, λοιπόν, γεμάτος αντιθέσεις, συγκρούσεις, οξύμωρα σχήματα και μύθους είναι αυτός που κληροδοτείται στις επόμενες γενιές μετά την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Με το τελευταίο βιβλίο του Κιθ Λόου, «Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», έχουμε μπροστά μας ένα ωφέλιμο βιβλίο που εξετάζει τον σύγχρονο κόσμο ταυτόχρονα ως γέννημα και αποκύημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο «Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», τολμά και έρχεται σε αντιπαράθεση με κάποιες από τους πιο «αγίες» φιγούρες , τις ουτοπίες και τους πιο σεβαστούς μύθους της Ιστορίας. Ερευνά τον τρόπο με τον οποίο η μνήμη του αιματοκυλίσματος, ο φόβος της βίας, ο πόθος για δικαιοσύνη και ελευθερία έθεσαν τελικά τους κοινωνικούς σχηματισμούς στις τροχιές παγκοσμιοποίησης, πάνω στις οποίες ζούμε σήμερα.

fovos ke eleftheria

Μέσα από την μελέτη του, ο συγγραφέας υποστηρίζει σε γενικές γραμμές πως όλα τα κινήματα για την μεταρρύθμιση του οικονομικού μας status quo, όλες οι αναποτελεσματικές πολιτικές για την επικράτηση της παγκόσμιας ειρήνης, όλα τα κοινωνικά μοντέλα, οι διαφωνίες, διαμάχες και συγκρούσες που δεν έχουν σιγήσει ακόμη, είναι αποτελέσματα του πολέμου αυτού.

«Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» είναι ένα επίπονο πόνημα που ξεδιπλώνεται ωστόσο με περισσή αρετή, ώστε να μας μιλήσει για την Ιστορία της γενικής εικόνας, της μεγαλύτερης εικόνας, την ίδια στιγμή που καταφέρνει και παραδίδει εις γνώσιν μας μικρότερες, επιμέρους ιστορίες της εποχής του Πολέμου, ανείπωτες στο κοινό έως και σήμερα.

Μάλιστα, είναι αυτές οι ίδιες οι περιπτωσιολογικές μελέτες που χρησιμεύουν στον συγγραφέα ως η κατάλληλη αφορμή προκειμένου να ξεκινήσει να αιτιολογεί τον τρόπο με τον οποίο έχουν διαμορφωθεί οι κοινωνίες μας έως σήμερα, ή το πώς έχει τεθεί σε υπηρεσία η εξέλιξη της τεχνολογίας (με κέντρο τα εγκαίνια της πυρηνικής εποχής) , κι ακόμη το πώς όλος αυτός ο μετασχηματισμός, που προκλήθηκε από το ξέσπασμα του πολέμου, επέφερε συγκεκριμένες συνέπειες σε φιλοσοφικό και ψυχολογικό επίπεδο.

«Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» μπορεί άνετα να διεκδικήσει την θέση ενός από τα χρησιμότερα ιστορικά βιβλία που έχουν γραφτεί και μια αδιαμφισβήτητη θέση στην βιβλιοθήκη μας.

Εξαιρετική η μετάφραση του Δημήτρη Σταυρόπουλου σε μια ιδιαιτέρως επιμελημένη έκδοση των εκδόσεων ΨΥΧΟΓΙΟΣ.


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα :

keith-lowe-foto-liza-messing-2

Ο Κιθ Λόου είναι συγγραφέας και ιστορικός, το έργο του οποίου έχει μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες σε όλον τον κόσμο. Στο βιβλίο του «Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε την σύγχρονη αντίληψη του έθνους, της πόλης και της κοινότητας.

Από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορεί επίσης το έργο του «ΟΛΕΘΡΟΣ», που αποτελεί μία συνταρακτική καταγραφή του χάους και της αναρχίας, που είχαν καταλάβει την Ευρώπη στον απόηχο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, κι έχει τιμηθεί με το Βραβείο English PEN Hessell-Tiltman, ενώ μπήκε στη Βραχεία Λίστα για τα Βραβεία Longman- History Today.

 

Big Bang, του Νίκου Λούβρου | Libron Εκδοτική

Big Bang, του Νίκου Λούβρου | Libron Εκδοτική
«Πριν το βάπτισμα ζητούσα αναδόχους
Τώρα χαρίζω το όνομά μου»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου

λοθωροσΥπάρχουν τόσοι διαφορετικοί ορισμοί για το τι είναι ποίηση, σχεδόν όσοι υπάρχουν και ποιητές. Η ποίηση είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα μας και πολλά διαφορετικά πράγματα για όλους μας.

Το πρώτο πράγμα που απασχολεί την ποίηση για την ακρίβεια, είναι να μη της φορεθεί καμία ταμπέλα, να μη της κολλήσει καμία ετικέτα. Αυτό, στην πραγματικότητα, δε συμβαίνει πάντοτε. Είναι πολλοί που προσπαθούν να πράξουν το αντίθετο και είναι οι ίδιοι ακριβώς που βρίσκουν την ποίηση απέναντί τους, στις μεγαλύτερες ώρες. Ανομολόγητη συχνά η αλήθεια αυτή, αλήθεια ωστόσο. Μια αλήθεια που την γνωρίζουν καλά οι ποιητές.

Διαβάζοντας την πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Λούβρου με τον τίτλο «Big Bang» από την Libron Εκδοτική, ένιωσα μια απροσδιόριστη συγγένεια. Τούτο θα μπορούσε να σημάνει πολλά και να φέρει διάφορα πρόσημα.

Επιλέγω ορισμένα από τα σημεία της ποιητικής συλλογής και σας τα παραθέτω :

47681249_2247716215511642_2426219638166650880_n

«Μες στα παπούτσια σου αδέσποτος
κοιμάται ο Προορισμός μου»
(Προοπτική, σελ. 23 )

2. «Με ένα πρόσημο
στο χέρι
θυμιάζουμε
το εγώ μας
προσθαφαιρώντας
ζωές»

( III. Γενική σχετικότητα, |κενό|, σελ. 37 )

3. «Η βέρα και το δάχτυλο
πώς εκφυλίζονται
σε δέντρο και θηλιά»

(Αυτοάνοσο μυστήριο, σελ. 45)

4. «Πριν στο ροδάκινο της δύσης
ξεμείνουμε κουκούτσι
Από ερπετό και αρχαίο Έλληνα
μεταλλαγμένοι Κένταυροι
θα στύψουμε του Παρθενώνα το λίθο
για τη σταγόνα δικαίου
θα βαπτιστούμε και αναμάρτητοι
θα λιθοβολήσουμε την πόρνη»

(Παράδοση, σελ. 48)

5. «..Στης χαύνωσης τη μεταξένια κλίνη
καιροσκοπούν μνηστήρες οι αστρονόμοι
Σάβανο ξεφτισμένο η Συγγνώμη
μέσα στης αφθαρσίας τη ναφθαλίνη…»

(Από το ποίημα IV. Πτώση| «Ο χορός των εφτά πέπλων», σελ. 39 )

6. «Πριν το βάπτισμα ζητούσα αναδόχους
Τώρα χαρίζω το όνομά μου»

( Απεταξάμην, σελ. 13)

libron-big-bang-cover

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, διαβάζουμε :

«To Big Bang είναι μία στιγμή. Ένα φλας που απαθανατίζει μικρές αιωνιότητες. Από το χάος γεννιέται φως, στο μεταίχμιο της διάσπασης των άκρων. Κι όταν η σιωπή αφήνει την κραυγή της, εκρήγνυται ένας καινούριος ποιητικός κόσμος.
Εκμαγείο δύσης
το Ανεκπλήρωτο»

Ο σχολιασμός μιας ποιητικής συλλογής είναι ένα εγχείρημα που απαιτεί λεπτότητα, ευαισθησία και μεγάλη προσοχή.

Προσωπικά, βρήκα τον εαυτό μου να καθρεφτίζεται σε πολλά σημεία της πολλά υποσχόμενης γραφής του κ. Λούβρου και αυτό ακριβώς καταθέτω σε αυτό εδώ το βήμα. Το πιθανότερο είναι να μη χρησιμοποιούμε καν τα ίδια κάτοπτρα με τον ποιητή και με τον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά κι όμως να θεωρούμε πως καθρεφτιζόμαστε το ίδιο. Αυτή είναι κι η μαγεία της ποίησης.

Ο Πωλ Βαλερύ θα γράψει πως «Ἂν ἕνα πουλὶ μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια τί τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸ κάνει νὰ τραγουδάει, δὲν θὰ τραγούδαγε». Ίσως λοιπόν το τελικό «χρέος» μας ως προς την ποίηση, είναι να φροντίζουμε για την αλληλέγγυα μετάβασή της από χέρι σε χέρι, από αυτί σε αυτί, από ψυχή σε ψυχή, διανοίγοντας τον δρόμο του διαφορετικού τραγουδιού που κάθε πουλί τραγουδά, δίνοντάς του απλά την ευκαιρία να ακουστεί.

Με την γενική αυτή προσταγή αλλά και την ειδική παρότρυνση, αξίζει να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.

Το βιβλίο μπορείτε να παραγγείλετε από εδώ.


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα :

2018_05_libron_louvros_cv

Ο Νίκος Λούβρος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχ/κών & Μηχ/κών Η/Υ του Πολυτεχνείου Κρήτης. Η ενασχόλησή του με την ποίηση οδήγησε τα βήματά του στη Φλώρινα και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημιουργική Γραφή», απ’ όπου αποφοίτησε το 2012.

Έχει δημοσιεύσει ποιήματα σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας και της Αυστραλίας και έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια Δημιουργικής Γραφής. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός.

Το Big Bang είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.

 

Η «Αποδύοψις» από τη Σίση Σιακαβάρα |Goodreads

Η «Αποδύοψις» από τη Σίση Σιακαβάρα |Goodreads
«Η ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου είναι κατάθεση ψυχής ανόθευτη»
– γράφει η Σίση Σιακαβάρα

43389288_309955166469106_1529991131792670720_nΗ ποίηση είναι ουσία και δύναμη.Ξαναδιάβαζα χθες την ποιητική συλλογή της φίλης Λυδίας Κυριακίδου. Δεν της είχα γράψει κάτι κατά την πρώτη ανάγνωση, μόνο σκεφτόμουν. Ήθελα να μασήσω καλά τις λέξεις, να τις χωνέψω, όπως ξεπετάγονταν σαν ελατήρια μέσα από τα ποιήματα. Θυμάμαι ότι στην παρουσίαση είχα ανοίξει το βιβλίο και είχα για λίγα λεπτά χαθεί. «Αυτό είναι κάτι που διαφέρει και είναι και αξιόλογο», είχα πει από μέσα μου. Θυμάμαι τους πρώτους στίχους στους οποίους καρφώθηκα:

Θα’θελα
να σε κουβαλήσω στου
ονείρου μου την
άμαξα
κι όπως θα στέκεις
λευκός θεός
να σε αγαλματώσω,
κανείς να μη νιώσει ξανά
τη ζέστη του κορμιού σου
από μένα.
[…]

(Κανείς από εμένα, σελ. 38)

Την επόμενη μέρα την διάβασα προσεκτικά και μετά από λίγες ημέρες ξανά. Τα μέρη που αφήνουν στίγματα μέσα μας θέλουμε να τα επισκεπτόμαστε ξανά, δεδομένο.

Η ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου λοιπόν.
Μου αρέσει, έτσι με απλά λόγια. Μου αρέσει, γιατί δεν φοβάται τη σύγκρουση, γιατί δεν φοβάται την έκθεση, γιατί δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά σε βάζει σε πολλές και βαθιές σκέψεις, και γιατί δεν παίρνει έρωτες, ακρογιάλια, αστροφεγγιές και ρόδα μυρωδάτα να συνθέσει ομορφιές κοινές, ανώδυνες κι αποδεκτές στο μέσο όρο.

[…]
Οι παλάμες σου αντί
αγκαλιάς στεφάνι,
θηλιάς κόμπος.

Η νύχτα σου αντί
ημέρας δρόσος,
σκότου ψύχος.

Έψαξα.
Δε φάνηκες.

Λαχτάρησα.
Δεν ψήλωσες.

Έστρεψες.
Στέρεψες.

Έφτυνες.
Φτήνυνες.
[…]

(Σ’ αγαπώ δε, σελ. 14, 15)

Η ποίηση αυτή μετράει απουσίες, φτύνει, πονάει δυνατά, πέφτει κι επανέρχεται δυνατότερα, επιβάλλοντας την ύπαρξή της.

[…]
Δες με.

Πολύ μην
ακούς.
Γύρνα
απλά.
Μύρισέ με.

Εδώ.
Τα πρόσωπα που
φαινόμασταν
δεν είναι εδώ.
Και είναι.
[…]

(Μέσα μου, σελ. 18, 19)

Μια ύπαρξη, που κάνει την υπέρβασή της (“΄Ήμουν των ανθρώπων κάποτε”, Κάποτε, σελ. 30) και δεν φοβάται την αρχή, το τέλος, το ξεμπρόστιασμα, δεν διστάζει να συγκρουστεί, να φωνάξει την αλήθεια, τις αξίες αλλά και τα λάθη και να φύγει απ’ όπου πρέπει, όταν πρέπει, επειδή πρέπει. Άλλοτε δε, να επιστρέψει, αλλά και να διεκδικήσει και να περιμένει, αν χρειαστεί, μια ζωή.

[…]
Φύγε!
Και πριν σηκωθώ
πριν αρχίσω να
τρέχω,
η ίδια
από μέσα
ουρλιάζει:
Μείνε!

Και μένω.
[…]

(Κρύψου, σελ. 9)

[…]
Σε περιμένω
αεί
να βουλιάξεις,
να δέσεις.

Μέσα μου.

(Μέσα μου, σελ. 18)

[…]
Γύρνα με πίσω!
Αν είναι να καώ,
ας καώ από φως!

(Στην μπότα, σελ. 47)

Μια ύπαρξη, επίσης, αληθινή, υπεύθυνη και πεντακάθαρη (“Να’ ναι καθαρά τα μάτια” γράφει στην Ελευθερία, σελ. 28), που αγωνίζεται και αγωνιά μπρος στην επίγνωση του πεπερασμένου μέλλοντός της.

[…]
– Και από πότε γράφεται
ο νεκρός σ’ένα χαρτί;
– Την ώρα που γεννιέται.
[…]

(Του νεκρού, σελ. 80)

Η ποίηση είναι οντολογική ανάγκη.
Και το ον στην ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου αναμοχλεύει εαυτό, ανοίγει τα χαρτά του, διχάζεται, συγκρούεται και μέσα από μια διαλεκτική διαδικασία άρνησης και κατάφασης, προχωρεί στη σύνθεση του νέου, μιας καινούργιας τάξης πραγμάτων, μιας προόδου για το ίδιο και για όποιον συμπνέει μαζί του.

Σχεδόν
όλα
τα καταλαβαίνω
όσα με
περιβάλλουν στενά
και με αφορούν.

Σχεδόν όλα
και γι’ αυτό για
όλα φταίω
σχεδόν.
Δε με νοιάζει να με
πάρουν για θύμα
ή για θύτη.
Σου λέω,
τα’ χω δει τα
περισσότερα
και τα καταλαβαίνω.

Τα ντύθηκα
ραμμένα και
κομμένα πάνω μου.

(Σχεδόν όλα, σελ. 21)

Ο άνθρωπος φαίνεται μικρός κι αδύναμος, βουλιάζει, σκοτεινιάζει, άλλοτε τρομάζει καθώς έρχεται αντιμέτωπος με φόβους και φαντάσματα, ή με το υπαρξιακό κενό του, άλλοτε αδρανεί ή χάνεται στο υπαρξιακό του σύμπαν. Παραμένει ζωντανός όμως, μετράει ανάσες, ανεβάζει παλμούς και αναδύεται εν τέλει στο φως.

[…]
Γράψε πως το καλό με τη ζωή
είναι πως τελειώνει
και από τον θάνατο ένα
μονάχα βγαίνει:
ζήσε.
[…]

(Του νεκρού, σελ. 80)

Η ποίηση εδώ είναι ανάσα. Εισπνέει είτε αρώματα πρωτόγνωρα, είτε δηλητήρια, ό,τι αναδύουν τα σκουπίδια ή ένας κήπος, ό,τι βγάζει μια εξάτμιση, τον άρρωστο βήχα των αδυνάμων, την οσμή των ορμονών και εκπνέει λέξεις. Δυνατές, εύστοχες, που συμπυκνώνουν ολόκληρες ιστορίες μαζί με τα νοήματά τους, χωρίς πολυλογία. Ύστερα, απλώνει χέρια, για να ζεσταίνει παγωμένα στιγμιότυπα, να σηκώνει ψηλά ένα αδικημένο παρελθόν, να τραβάει την ψυχή απ’ τα μαλλιά, όταν πνίγεται. Μιλάει κατά πρόσωπο. Δεν φοβάται, φωνάζει, ψιθυρίζει ύστερα δυο λόγια και κάποτε σιωπά. Ξέρει πότε πρέπει και πως να μιλήσει.

Η ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου είναι κατάθεση ψυχής ανόθευτη.
Στην ψυχή του άλλου που δεν έχει τα λόγια να πει όλα όσα θέλει και τα λες εσύ γι’ αυτόν. Είναι έκφραση όχι μόνο δική σου, αλλά και δική μου. Γι’ αυτό είπα στην φίλη Λυδία συνέχισε να γράφεις. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι δίπλα μας που δεν έχουν τις λέξεις και έχουμε χρέος να τους τις δώσουμε.

 

Η «Αποδύοψις», από τη Μάγδα Παπαδημητρίου Σαμοθράκη | Bookia

Η «Αποδύοψις», από τη Μάγδα Παπαδημητρίου Σαμοθράκη | Bookia
«Μόλις έκλεισα το βιβλίο της αναρωτήθηκα αν τελικά έχω τη δύναμη να κάνω την αυτοκριτική μου, αν μπορώ να πάρω την ευθύνη που μου αναλογεί, αν μπορώ βελτιώνοντας τον εαυτό μου να βελτιώσω τον διπλανό μου. Και μετά όλοι μαζί να αλλάξουμε τη κοινωνία»
– γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου Σαμοθράκη

43389288_309955166469106_1529991131792670720_nΌταν είδα την ποιητική συλλογή «ΑΠΟΔΥΟΨΙΣ» στην προθήκη των εκδόσεων Πνοή στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στην Θεσσαλονίκη, ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα με τον τίτλο. Σκέφτηκα ότι είναι πολύ επιτηδευμένος ο τίτλος. Βαρύγδουπος μου φάνηκε και δεν ήξερα τι θα διαβάσω. Με παρακίνησε ο εκδότης και επιμελητής των εκδόσεων Δημήτρης Καραναστάσης, που μου είπε ότι σίγουρα θα μου αρέσει. Η ποίηση είναι υποκειμενική. Ή σου αρέσει ή δεν σου αρέσει. Είναι εκείνο το κλικ που σου κάνει στο σωστό χρόνο. Αν θα έχεις την ηρεμία εκείνη τη στιγμή να μπορέσεις να βουλιάξεις στη γλώσσα, στο ύφος, στα συναισθήματα, στην εικόνα που σου γεννιέται διαβάζοντας το. Έψαξα στο λεξικό να βρω την σημασία της για να καταλάβω τι είδους Ποίηση μπορεί να με περιμένει. Κυριολεκτικά σημαίνει γυμνώνομαι, ξεντύνομαι, γδύνομαι. Ενώ μεταφορικά μάχομαι, αφιερώνομαι σε αγώνα. Με προκάλεσε ενδιαφέρον.

Στο βιωματικό εργαστήρι «Παιδεία του βάθους» που παρακολούθησα το χειμώνα, μιλήσαμε αλληγορικά για τη σπηλιά του Πλάτωνα, για το ξεγύμνωμα του εαυτού μας, για τις πολλές φορεσιές που φορούμε και πρέπει να τις αφαιρέσουμε για να δούμε τον εαυτό μας γυμνό μπροστά στον καθρέφτη. Να αφαιρέσουμε τα πρέπει, τα μη, τους φόβους και να κρατήσουμε τα θέλω χωρίς οι επιθυμίες να μας κρατήσουν όμηρους. Να μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας καθάριο και να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Να ρίξουμε το εγώ μας.

Φυσικό ήταν να ευχαριστηθώ τα ποιήματα της. Σε κάθε ένα από αυτά βρήκα κάτι που με προβλημάτισε. Όμορφες εικόνες αλλά και κάποιες φορές σκληρές γιατί η ίδια η πραγματικότητα που βιώνουμε είναι σκληρή και δεν θέλουμε να τη δούμε. Πολλοί δεν θέλουμε να δούμε το φως. Όπως στο ποίημα της ΤΥΦΛΟΙ. Ποιος τυφλός δεν θέλει/ Το φως του;/Πολλοί. Υπάρχουν ποιήματα αλληγορικά, στηριγμένα στον μύθο που θέλουν να μας πουν κάτι. Μικρά και μεγάλα ποιήματα που η κάθε στροφή κάνει το ταξίδι της στον εσωτερικό μας κόσμο. Από το ποίημα Φτώχεια ξεχώρισα τους παρακάτω στίχους:

Είχαν πλατύνει οι κακοτράχαλοι δρόμοι/Και το χώμα υπέφερε σε κάποιο βάθος/Έτσι που πηγαινοερχόμαστε αλυσοδεμένοι /Σε αδιάκοπες κρίσεις πανικού/Σκαλίζοντας έμμονα με τα τρύπια παπούτσια μας/Ένα μικρό λάκκο/-ίσα που χώραγε το κεφάλι μας.

45 ποιήματα που έχουν να κάνουν με το Εγώ και το Εσύ. Το Εσύ σημαίνει όλοι εμείς. Η ποιήτρια έρχεται και μας πιάνει τον ώμο και μοιράζεται τις ανησυχίες της μαζί μας. Μας προκαλεί να ξεγυμνώσουμε όλα αυτά που μας βαραίνουν, να είμαστε συμμέτοχοι στον αγώνα της γιατί όταν όλοι μαζί θα πρέπει να αγωνιστούμε να ζήσουμε ελεύθεροι. Δεν μπορείς να βγεις μόνο σου στο φως. Δεν θα έχει νόημα να είναι μόνο εκείνη λεύτερη. Με τη πένα της φωτίζει τις όμορφες πλευρές και μας οδηγεί στην κάθαρση της ψυχής. Θα τα καταφέρουμε; Μπορείς να γδυθείς ψυχικά απέναντι στο φως της Ποίησης;

Μόλις έκλεισα το βιβλίο της αναρωτήθηκα αν τελικά έχω τη δύναμη να κάνω την αυτοκριτική μου, αν μπορώ να πάρω την ευθύνη που μου αναλογεί, αν μπορώ βελτιώνοντας τον εαυτό μου να βελτιώσω τον διπλανό μου. Και μετά όλοι μαζί να αλλάξουμε τη κοινωνία.


– ΚΑΠΟΤΕ –

Κάποτε ήμουν των γλυκών προτού αρχίσω να μετράω κάτι κομψά χτυπήματα κάτι πληγές που δεν έκλειναν κάτι ανθρωπάρια ανθρωποφάγα κάτι γραμμάτια που χρὠσταγα.

Κάποτε ήμουν των ησύχων προτού αρχίσω να θυμάμαι κάτι χορούς που δε χόρεψα κάτι βλακείες που δεν είπα κάτι σημαντικά που μου δραπέτευσαν.

Κάποτε ήμουν των αθώων προτού αρχίσω να στριμώχνω κάτι λουλούδια που δεν πότισα κάτι αρμαθιές που δε φόρεσα κάτι σφαλιάρες που ποτέ δεν έδωσα κάτι «σ᾽ αγαπώ» που έπνιξα κάτι συγγνώμες που δε ζήτησα.

Ήμουν των ανθρώπων κάποτε.

Καλοτάξιδο να είναι Μαρία-Λυδία Κυριακίδου!


Το παρόν πρωτοδημοσιεύτηκε στο Bookia και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ

 

«Ο βιωμένος χρόνος», της Διώνης Δημητριάδου | Εκδόσεις ΑΩ

«Διαβάζοντας τη συλλογή της κ. Διώνης Δημητριάδου, «Ο βιωμένος χρόνος», συναισθανόμαστε τον ορισμό του Ξενόπουλου»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου

collage1

Ο Émile Littré στο σπουδαίο λεξικό του (1863) μας χάρισε έναν ορισμό για το διήγημα.
Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, ο οποίος γεννάται από τη διάκριση του διηγήματος από τα υπόλοιπα είδη του πεζού λόγου, το διήγημα δε διαφέρει κατ’ ουσίαν από το μυθιστόρημα.
Διήγημα και μυθιστόρημα, κατά τον Littré, αποτελούν ουσιαστικά τη γένεση μιας μυθοπλασίας ή, τελικά, μιας ιστορίας που φαίνεται ως τέτοια.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει ένας χαρακτηρισμός του Ξενόπουλου, όπως εντοπίστηκε στον πρόλογο της συλλογής των διηγημάτων της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου (ουσιαστικά της πρώτης γυναίκας πεζογράφου), που είχε τον τίτλο «Δεσμίς διηγημάτων» και η οποία εκδόθηκε το 1889 στην Κωνσταντινούπολη. Σε εκείνο το κείμενο, ο Ξενόπουλος έγραφε πως το διήγημα «ομοιάζει με την γυναίκα», αφού, όπως «η γυνή άνευ καλλονής», έτσι και το διήγημα, «άνευ τέχνης» δε μπορεί να εκπληρώσει τον προορισμό του. Λίγο παρακάτω, θα προσθέσει πως το διήγημα είναι αδιαμφησβήτητα, μετά το δράμα, το δυσκολότερο είδος του λόγου.

Και είναι, θα λέγαμε, απολύτως εύστοχη η παρατήρηση του μέγα Ξενόπουλου, μιας που απαιτείται νους ευφυής, οξυδερκής και διεισδυτικός, απαιτείται νους εκπαιδευμένος στους ελιγμούς για τη συγγραφή ενός καλού διηγήματος, αφού το διήγημα δε μπορεί να εκπληρώσει τον στόχο του, αλλά ούτε και να φτάσει τον προορισμό του, αν δε καταφέρει να αποδώσει την ουσία, να σμικρύνει τα μεγάλα και να αποτυπώσει βαθιές παρατηρήσεις και αλήθειες σε μια μικρή, μόνο, σελίδα.

Διαβάζοντας τη συλλογή της κ. Διώνης Δημητριάδου, «Ο βιωμένος χρόνος», συναισθανόμαστε τον ορισμό του Ξενόπουλου. Πρόκειται για μια γραφή ψύχραιμη, μα όχι ψυχρή, ώριμη, μα όχι γερασμένη. Μια πένα μεστή και ζωηρή την ίδια στιγμή, που δε φλυαρεί τη συγκίνηση και που δεν παζαρεύει και την αλήθεια της. Μια ματιά που ανασκοπεί χωρίς να χάνει την επαφή της με το διαρκές παρόν.

45050226_482691318908718_844323860961558528_n

«Ο βιωμένος χρόνος» αποτελεί μια συλλογή διηγημάτων που, όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο, πραγματεύεται «τον μέσα χρόνο», τον εσωτερικό, προσωπικό μας χρόνο. Τις στιγμές, δηλαδή, που εμείς καταφέρνουμε να αποτυπώσουμε ανάμεσα σε εκείνες τις μικρές αναλαμπές που νιώσαμε πως συλλάβαμε το νόημα της ύπαρξης. Κι όλο αυτό τη στιγμή που ο συμπαντικός «άχρονος χρόνος» τρέχει, αδιαφορώντας για οτιδήποτε ορίζει ή ερίζει εμάς, τους απειροελάχιστους.

«Πότε πότε και τα ουράνια σώματα αυτονομούνται από τις κοσμικές συντεταγμένες και αποφασίζουν να πρωτοτυπήσουν. Κι αν αυτό μοιάζει λιγάκι αυθαίρετη εικασία, τότε φτάνει να βρεθεί κανείς μια νύχτα με πανσέληνο δίπλα στη θάλασσα».
(άναρχα, σελ.32)

«Ο βιωμένος χρόνος» της κ. Διώνης Δημητριάδου μοιάζει να βαδίζει επάνω σε μια νοητή σκαλωσιά, φτιαγμένη συνδυαστικά από πραγματικά βιώματα και ονειρικά μετρήματα, σμιλεμένες παρατηρήσεις και φιλοσοφικούς (ανά)στοχασμούς. Σχολιάζει, θυμάται, θέτει την ερώτηση, διαπιστώνει. Όλα τα ίχνη των διηγημάτων του βιβλίου αυτού χαρτογραφούν οπωσδήποτε ένα κομμάτι του εσώτερου συμπαντικού ορίζοντα της συγγραφέως, τον οποίο περιφρουρεί καιροφυλακτώντας, αλλά και αφήνει ελεύθερο να διαστέλλεται.

«Εκείνη κατέβηκε τις σκάλες και χύθηκε στον δρόμο με όλο το βάρος μιας λέξης που δεν ειπώθηκε. Ακόμα με την αίσθηση του μάταιου να ισοπεδώνει κάθε επιθυμία. «Ας είναι», είπε, «η στιγμή αποτυπώθηκε».
(ο σκοτεινός θάλαμος, σελ. 41)

Ξεχώρισα πολλές ιστορίες – κατά έναν παράξενο τρόπο συνδέθηκα στενά με την εξελικτική αφήγηση αυτού του βιωμένου χρόνου και με τον τρόπο που ξεδιπλώνεται σε τούτο το εξαιρετικό βιβλίο-, όπως «η πορτοκαλιά» που με άγγιξε ιδιαιτέρως και από τη θέση του εκπαιδευτικού.

«Ο βιωμένος χρόνος» είναι μια συλλογή διηγημάτων που αληθινά αξίζει να διαβαστεί.