«ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ» | ανέκδοτο ποίημα από την συλλογή«ΕΝΤΡΟΠΙΑ»

«ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ» | ανέκδοτο ποίημα από την συλλογή«ΕΝΤΡΟΠΙΑ»

«…εγώ θα στήνομαι
ανάμεσα στις
κενόσπουδες
των ματιών σου
κόγχες και θα
γεννοβολώ συγχώρεση…»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου


forgiveness (1)
[Πόσες μεταγγίσεις να
κάνει κι αυτή η νύχτα
για ν΄ αντέξει
ένα μονάχα βράδυ]
Τις εξημμένες της
βελόνες απαλλοτρίωσα
κι αν κένανδρος τόπος
κατάντησε το
βλέμμα σου
εγώ θα στήνομαι
ανάμεσα στις
κενόσπουδες
των ματιών σου
κόγχες και θα
γεννοβολώ συγχώρεση
ανόθευτη
ακατήχητη
ακόρεστη
τόσο πολύ που
σπούδασα
να μη κρημνοφοβούμαι
τόσο καλά που
πλέον έμαθα
να σ΄ αγαπώ

«Η ψευδαίσθηση της γνώσης», των Στίβεν Σλόμαν&Φίλιπ Φέρνμπαχ|Εκδόσεις Ψυχογιός

«Η ψευδαίσθηση της γνώσης», των Στίβεν Σλόμαν&Φίλιπ Φέρνμπαχ|Εκδόσεις Ψυχογιός
«Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στο γεγονός πως το κλειδί της επιβίωσής μας ανήκει στη συλλογική γνώση..»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου
sloman-fernbach
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, το οποίο, μέσω απλών και καθημερινών παραδειγμάτων, ευελπιστεί να προσδιορίσει αυτό που οι περισσότεροι αποκαλούμε «γνώση».

Στόχος των δύο συγγραφέων, του Στίβεν Σλόμαν (καθηγητής γνωσιακής επιστήμης, γλωσσολογίας και ψυχολογίας) και του Φίλιπ Φερνμπαχ (γνωσιακός επιστήμονας και καθηγητής μάρκετινγκ), είναι να εντρυφήσουν στο βαθύ αυτό ζήτημα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τα απροσδιόριστα όρια της γνώσης, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και της δύναμης που μπορεί να αποκτήσει αυτή μέσα σε ένα κοινοτικό επίπεδο.

Οι συγγραφείς, επιχειρούν να διαφωτίσουν το πώς η γνώση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστήμη, την τεχνολογία, την πολιτική. Αποπειρώνται να αποδείξουν το εξής «παράλογο»: το πώς ενώ ζούμε στα πλαίσια ενός πολιτισμού, όπου έχουμε αναπτύξει πολύπλοκες τεχνολογίες, δεν είμαστε σε θέση συχνά να χρησιμοποιήσουμε απλά εργαλεία, μηχανήματα, ακόμη και απλοϊκές συσκευές.
Το ερώτημα που τίθεται ξεκάθαρα σε όλο το βιβλίο είναι το πώς έχει καταφέρει ο άνθρωπος τόσα πολλά κι έπειτα από αιώνες τεχνολογικής προόδου, γνωρίζοντας ουσιαστικά τόσο λίγα.

Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στο γεγονός πως το κλειδί της επιβίωσής μας ανήκει στη συλλογική γνώση, η ευφυΐα μας ακουμπά στους ανθρώπους και τα πράγματα που μας περιστοιχίζουν, μιας που οι πληροφορίες που ανακαλούμε σε κάθε περίπτωση ανάγκης, δε βρίσκονται ουσιαστικά αποθηκευμένες στον εγκέφαλό μας, αλλά αποτελούν ένα είδος ευρύτατης κοινοκτημοσύνης, την οποία και δε συνειδητοποιούμε.

Εμφανώς επηρεασμένοι από τη θεώρηση του Dewey, θα λέγαμε, μάλιστα, πως χρησιμοποιούν τον λόγο με τρόπο κάπως γενικευμένο και αόριστο, με σκοπό πάντα να επιβεβαιώσουν τη βασική τους θέση, η οποία υποστηρίζει πως όλοι βρισκόμαστε σε ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενες θέσεις μεταξύ μας, ακόμη πολύ περισσότερο από όσο μπορούμε να αντιληφθούμε. Ειδικότερα, αυτή η αλλοεξάρτηση μεγαλώνει ανάλογα με το πόσο αυξάνεται κι η πολυπλοκότητα αυτής της «κατακτημένης» γνώσης.

9786180121544

Για τους συγγραφείς του βιβλίου το ανθρώπινο μυαλό εκπροσωπεί μια λυπηρή αντίθεση, αφού, ενώ έχει κατορθώσει σημαντικά επιτεύγματα, από την ανακάλυψη της φωτιάς, τη θέσπιση δημοκρατικών θεσμών, ακόμη και την πραγματοποίηση διαστημικών ταξιδιών, την ίδια στιγμή καθένας από εμάς γίνεται συχνά θύμα του παραλογισμού του, διαπράττοντας σφάλματα τα οποία υποδεικνύουν πως, ουσιαστικά, διακατέχεται από πλήρη άγνοια. Σε αντίθεση με την ατομική σκέψη λοιπόν, οι συγγραφείς των βιβλίων συστήνουν πως η συλλογική σκέψη είναι αυτή που διασφαλίζει την πραγματική ιδιοφυΐα, αφού μας αποκαλύπτει τους τρόπους , μέσω των οποίων γεννάμε πραγματικά τη γνώση, χρησιμοποιώντας τον κόσμο γύρω μας.

Αν βρίσκεστε, λοιπόν, συχνά στη θέση του να προσπαθείτε να αντιληφθείτε το πώς μπορείτε να προβαίνετε, κάθε φορά, σε ορθότερη λήψη αποφάσεων το βιβλίο αυτό βρίσκεται εδώ για να σας δείξει το πώς.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και μπορείτε να το παραγγείλετε από εδώ.

 

«Αχνή θέα των λόφων», του Καζούο Ισιγκούρο | Εκδόσεις Ψυχογιός

«Αχνή θέα των λόφων», του Καζούο Ισιγκούρο | Εκδόσεις Ψυχογιός

«Αν είναι κάτι το οποίο μετά βεβαιότητας προτείνεται σε αυτό το βιβλίο, είναι η «σάρωση» του μέσα μας με τρόπο θαρραλέο, ώστε να έρθουμε αντιμέτωποι με το τι πήγε πραγματικά λάθος με μας..»

 


αχνη θεα των λοφων2

Η πεζογραφία του Ισιγκούρο είναι μια πεζογραφία που αποπνέει κομψότητα, αυτοσυγκράτηση. Είναι μια πεζογραφία που φέρνει αποτελέσματα, παρ᾽ όλα τα ερωτηματικά που δημιουργεί κατά την ανάγνωση.

Από ιστορικής άποψης και μόνο, η «Αχνή θέα των λόφων» αποτελεί ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Χρονικά, οδηγούμαστε από ένα χρονικό πέπλο που απλώνεται από τα τέλη του 1951, στην Ιαπωνία, λίγο πριν τη λήξη της αμερικανικής κατοχής της Ιαπωνίας, (κατάλοιπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) ως και τη δεκαετία του 1970, εποχή που η ηρωίδα του μυθιστορήματος ζει, πια, στην Αγγλία.

Αν και με υπόθεση που αγγίζει μια ευρεία ιστορικότητα, λίγα ερωτήματα απαντώνται σε σχέση με το συνολικό ιστορικό πρόσημο, αφού στο επίκεντρο περνά ο ιδιαίτερος ανθρωποκεντρικός πυλώνας και η ξεχωριστή, εξατομικευμένη εμπειρία του.

Η υπόθεση αφορά βασικά στο πώς κανείς διαχειρίζεται τη θλίψη της απώλειας ενός πολύ αγαπημένου προσώπου. Συγκεκριμένα, συναντούμε την βασική ηρωίδα του βιβλίου (Ετσούκο) να βρίσκεται αρχικά σε άρνηση σε σχέση με το θάνατο του παιδιού της. Κατά τη διάρκεια όμως της σύντομης αλλά και πρωτότυπης αφήγησης ουσιαστικά αφηνόμαστε να οδηγηθούμε σε μονοπάτια εξοικείωσης με τη θλίψη, σε απόπειρες επούλωσης  βαθύτερων ψυχικών τραυμάτων.

Οι ήρωες του βιβλίου φαίνονται ελεγχόμενοι. Παρουσιάζονται ευγενείς, συγκρατημένοι.
Κι είναι τα ίδια αυτά, κοινά, χαρακτηριστικά των ηρώων που δημιουργούν την μεταξύ τους αντίφαση κατά την διάδραση, κάτω από την επιφάνεια, αφήνοντας, κατά διαστήματα, την επικοινωνιακή τους σύγχυση να αποκαλύπτεται.

Ανά περιπτώσεις, διαπιστώνουμε την εξόρμηση, την αναίρεση του επικοινωνιακού αυτού σχήματος, με ξεκάθαρες εξομολογήσεις συναισθημάτων, ο οποίος ακόμη κι αν λειτουργεί ως την εξαίρεση του συμφωνηθέντος επικοινωνιακού κανόνα, εμφατίζει στο αναγκαίο.

Αν είναι κάτι το οποίο μετά βεβαιότητας προτείνεται σε αυτό το βιβλίο, είναι η «σάρωση» του μέσα μας με τρόπο θαρραλέο, ώστε να έρθουμε αντιμέτωποι με το τι πήγε πραγματικά λάθος με μας.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός

Big Bang, του Νίκου Λούβρου | Libron Εκδοτική

Big Bang, του Νίκου Λούβρου | Libron Εκδοτική
«Πριν το βάπτισμα ζητούσα αναδόχους
Τώρα χαρίζω το όνομά μου»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου

λοθωροσΥπάρχουν τόσοι διαφορετικοί ορισμοί για το τι είναι ποίηση, σχεδόν όσοι υπάρχουν και ποιητές. Η ποίηση είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα μας και πολλά διαφορετικά πράγματα για όλους μας.

Το πρώτο πράγμα που απασχολεί την ποίηση για την ακρίβεια, είναι να μη της φορεθεί καμία ταμπέλα, να μη της κολλήσει καμία ετικέτα. Αυτό, στην πραγματικότητα, δε συμβαίνει πάντοτε. Είναι πολλοί που προσπαθούν να πράξουν το αντίθετο και είναι οι ίδιοι ακριβώς που βρίσκουν την ποίηση απέναντί τους, στις μεγαλύτερες ώρες. Ανομολόγητη συχνά η αλήθεια αυτή, αλήθεια ωστόσο. Μια αλήθεια που την γνωρίζουν καλά οι ποιητές.

Διαβάζοντας την πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Λούβρου με τον τίτλο «Big Bang» από την Libron Εκδοτική, ένιωσα μια απροσδιόριστη συγγένεια. Τούτο θα μπορούσε να σημάνει πολλά και να φέρει διάφορα πρόσημα.

Επιλέγω ορισμένα από τα σημεία της ποιητικής συλλογής και σας τα παραθέτω :

47681249_2247716215511642_2426219638166650880_n

«Μες στα παπούτσια σου αδέσποτος
κοιμάται ο Προορισμός μου»
(Προοπτική, σελ. 23 )

2. «Με ένα πρόσημο
στο χέρι
θυμιάζουμε
το εγώ μας
προσθαφαιρώντας
ζωές»

( III. Γενική σχετικότητα, |κενό|, σελ. 37 )

3. «Η βέρα και το δάχτυλο
πώς εκφυλίζονται
σε δέντρο και θηλιά»

(Αυτοάνοσο μυστήριο, σελ. 45)

4. «Πριν στο ροδάκινο της δύσης
ξεμείνουμε κουκούτσι
Από ερπετό και αρχαίο Έλληνα
μεταλλαγμένοι Κένταυροι
θα στύψουμε του Παρθενώνα το λίθο
για τη σταγόνα δικαίου
θα βαπτιστούμε και αναμάρτητοι
θα λιθοβολήσουμε την πόρνη»

(Παράδοση, σελ. 48)

5. «..Στης χαύνωσης τη μεταξένια κλίνη
καιροσκοπούν μνηστήρες οι αστρονόμοι
Σάβανο ξεφτισμένο η Συγγνώμη
μέσα στης αφθαρσίας τη ναφθαλίνη…»

(Από το ποίημα IV. Πτώση| «Ο χορός των εφτά πέπλων», σελ. 39 )

6. «Πριν το βάπτισμα ζητούσα αναδόχους
Τώρα χαρίζω το όνομά μου»

( Απεταξάμην, σελ. 13)

libron-big-bang-cover

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, διαβάζουμε :

«To Big Bang είναι μία στιγμή. Ένα φλας που απαθανατίζει μικρές αιωνιότητες. Από το χάος γεννιέται φως, στο μεταίχμιο της διάσπασης των άκρων. Κι όταν η σιωπή αφήνει την κραυγή της, εκρήγνυται ένας καινούριος ποιητικός κόσμος.
Εκμαγείο δύσης
το Ανεκπλήρωτο»

Ο σχολιασμός μιας ποιητικής συλλογής είναι ένα εγχείρημα που απαιτεί λεπτότητα, ευαισθησία και μεγάλη προσοχή.

Προσωπικά, βρήκα τον εαυτό μου να καθρεφτίζεται σε πολλά σημεία της πολλά υποσχόμενης γραφής του κ. Λούβρου και αυτό ακριβώς καταθέτω σε αυτό εδώ το βήμα. Το πιθανότερο είναι να μη χρησιμοποιούμε καν τα ίδια κάτοπτρα με τον ποιητή και με τον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά κι όμως να θεωρούμε πως καθρεφτιζόμαστε το ίδιο. Αυτή είναι κι η μαγεία της ποίησης.

Ο Πωλ Βαλερύ θα γράψει πως «Ἂν ἕνα πουλὶ μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια τί τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸ κάνει νὰ τραγουδάει, δὲν θὰ τραγούδαγε». Ίσως λοιπόν το τελικό «χρέος» μας ως προς την ποίηση, είναι να φροντίζουμε για την αλληλέγγυα μετάβασή της από χέρι σε χέρι, από αυτί σε αυτί, από ψυχή σε ψυχή, διανοίγοντας τον δρόμο του διαφορετικού τραγουδιού που κάθε πουλί τραγουδά, δίνοντάς του απλά την ευκαιρία να ακουστεί.

Με την γενική αυτή προσταγή αλλά και την ειδική παρότρυνση, αξίζει να διαβάσετε αυτό το βιβλίο.

Το βιβλίο μπορείτε να παραγγείλετε από εδώ.


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα :

2018_05_libron_louvros_cv

Ο Νίκος Λούβρος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχ/κών & Μηχ/κών Η/Υ του Πολυτεχνείου Κρήτης. Η ενασχόλησή του με την ποίηση οδήγησε τα βήματά του στη Φλώρινα και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημιουργική Γραφή», απ’ όπου αποφοίτησε το 2012.

Έχει δημοσιεύσει ποιήματα σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας και της Αυστραλίας και έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια Δημιουργικής Γραφής. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός.

Το Big Bang είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.

 

Η «Αποδύοψις» από τη Σίση Σιακαβάρα |Goodreads

Η «Αποδύοψις» από τη Σίση Σιακαβάρα |Goodreads
«Η ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου είναι κατάθεση ψυχής ανόθευτη»
– γράφει η Σίση Σιακαβάρα

43389288_309955166469106_1529991131792670720_nΗ ποίηση είναι ουσία και δύναμη.Ξαναδιάβαζα χθες την ποιητική συλλογή της φίλης Λυδίας Κυριακίδου. Δεν της είχα γράψει κάτι κατά την πρώτη ανάγνωση, μόνο σκεφτόμουν. Ήθελα να μασήσω καλά τις λέξεις, να τις χωνέψω, όπως ξεπετάγονταν σαν ελατήρια μέσα από τα ποιήματα. Θυμάμαι ότι στην παρουσίαση είχα ανοίξει το βιβλίο και είχα για λίγα λεπτά χαθεί. «Αυτό είναι κάτι που διαφέρει και είναι και αξιόλογο», είχα πει από μέσα μου. Θυμάμαι τους πρώτους στίχους στους οποίους καρφώθηκα:

Θα’θελα
να σε κουβαλήσω στου
ονείρου μου την
άμαξα
κι όπως θα στέκεις
λευκός θεός
να σε αγαλματώσω,
κανείς να μη νιώσει ξανά
τη ζέστη του κορμιού σου
από μένα.
[…]

(Κανείς από εμένα, σελ. 38)

Την επόμενη μέρα την διάβασα προσεκτικά και μετά από λίγες ημέρες ξανά. Τα μέρη που αφήνουν στίγματα μέσα μας θέλουμε να τα επισκεπτόμαστε ξανά, δεδομένο.

Η ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου λοιπόν.
Μου αρέσει, έτσι με απλά λόγια. Μου αρέσει, γιατί δεν φοβάται τη σύγκρουση, γιατί δεν φοβάται την έκθεση, γιατί δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά σε βάζει σε πολλές και βαθιές σκέψεις, και γιατί δεν παίρνει έρωτες, ακρογιάλια, αστροφεγγιές και ρόδα μυρωδάτα να συνθέσει ομορφιές κοινές, ανώδυνες κι αποδεκτές στο μέσο όρο.

[…]
Οι παλάμες σου αντί
αγκαλιάς στεφάνι,
θηλιάς κόμπος.

Η νύχτα σου αντί
ημέρας δρόσος,
σκότου ψύχος.

Έψαξα.
Δε φάνηκες.

Λαχτάρησα.
Δεν ψήλωσες.

Έστρεψες.
Στέρεψες.

Έφτυνες.
Φτήνυνες.
[…]

(Σ’ αγαπώ δε, σελ. 14, 15)

Η ποίηση αυτή μετράει απουσίες, φτύνει, πονάει δυνατά, πέφτει κι επανέρχεται δυνατότερα, επιβάλλοντας την ύπαρξή της.

[…]
Δες με.

Πολύ μην
ακούς.
Γύρνα
απλά.
Μύρισέ με.

Εδώ.
Τα πρόσωπα που
φαινόμασταν
δεν είναι εδώ.
Και είναι.
[…]

(Μέσα μου, σελ. 18, 19)

Μια ύπαρξη, που κάνει την υπέρβασή της (“΄Ήμουν των ανθρώπων κάποτε”, Κάποτε, σελ. 30) και δεν φοβάται την αρχή, το τέλος, το ξεμπρόστιασμα, δεν διστάζει να συγκρουστεί, να φωνάξει την αλήθεια, τις αξίες αλλά και τα λάθη και να φύγει απ’ όπου πρέπει, όταν πρέπει, επειδή πρέπει. Άλλοτε δε, να επιστρέψει, αλλά και να διεκδικήσει και να περιμένει, αν χρειαστεί, μια ζωή.

[…]
Φύγε!
Και πριν σηκωθώ
πριν αρχίσω να
τρέχω,
η ίδια
από μέσα
ουρλιάζει:
Μείνε!

Και μένω.
[…]

(Κρύψου, σελ. 9)

[…]
Σε περιμένω
αεί
να βουλιάξεις,
να δέσεις.

Μέσα μου.

(Μέσα μου, σελ. 18)

[…]
Γύρνα με πίσω!
Αν είναι να καώ,
ας καώ από φως!

(Στην μπότα, σελ. 47)

Μια ύπαρξη, επίσης, αληθινή, υπεύθυνη και πεντακάθαρη (“Να’ ναι καθαρά τα μάτια” γράφει στην Ελευθερία, σελ. 28), που αγωνίζεται και αγωνιά μπρος στην επίγνωση του πεπερασμένου μέλλοντός της.

[…]
– Και από πότε γράφεται
ο νεκρός σ’ένα χαρτί;
– Την ώρα που γεννιέται.
[…]

(Του νεκρού, σελ. 80)

Η ποίηση είναι οντολογική ανάγκη.
Και το ον στην ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου αναμοχλεύει εαυτό, ανοίγει τα χαρτά του, διχάζεται, συγκρούεται και μέσα από μια διαλεκτική διαδικασία άρνησης και κατάφασης, προχωρεί στη σύνθεση του νέου, μιας καινούργιας τάξης πραγμάτων, μιας προόδου για το ίδιο και για όποιον συμπνέει μαζί του.

Σχεδόν
όλα
τα καταλαβαίνω
όσα με
περιβάλλουν στενά
και με αφορούν.

Σχεδόν όλα
και γι’ αυτό για
όλα φταίω
σχεδόν.
Δε με νοιάζει να με
πάρουν για θύμα
ή για θύτη.
Σου λέω,
τα’ χω δει τα
περισσότερα
και τα καταλαβαίνω.

Τα ντύθηκα
ραμμένα και
κομμένα πάνω μου.

(Σχεδόν όλα, σελ. 21)

Ο άνθρωπος φαίνεται μικρός κι αδύναμος, βουλιάζει, σκοτεινιάζει, άλλοτε τρομάζει καθώς έρχεται αντιμέτωπος με φόβους και φαντάσματα, ή με το υπαρξιακό κενό του, άλλοτε αδρανεί ή χάνεται στο υπαρξιακό του σύμπαν. Παραμένει ζωντανός όμως, μετράει ανάσες, ανεβάζει παλμούς και αναδύεται εν τέλει στο φως.

[…]
Γράψε πως το καλό με τη ζωή
είναι πως τελειώνει
και από τον θάνατο ένα
μονάχα βγαίνει:
ζήσε.
[…]

(Του νεκρού, σελ. 80)

Η ποίηση εδώ είναι ανάσα. Εισπνέει είτε αρώματα πρωτόγνωρα, είτε δηλητήρια, ό,τι αναδύουν τα σκουπίδια ή ένας κήπος, ό,τι βγάζει μια εξάτμιση, τον άρρωστο βήχα των αδυνάμων, την οσμή των ορμονών και εκπνέει λέξεις. Δυνατές, εύστοχες, που συμπυκνώνουν ολόκληρες ιστορίες μαζί με τα νοήματά τους, χωρίς πολυλογία. Ύστερα, απλώνει χέρια, για να ζεσταίνει παγωμένα στιγμιότυπα, να σηκώνει ψηλά ένα αδικημένο παρελθόν, να τραβάει την ψυχή απ’ τα μαλλιά, όταν πνίγεται. Μιλάει κατά πρόσωπο. Δεν φοβάται, φωνάζει, ψιθυρίζει ύστερα δυο λόγια και κάποτε σιωπά. Ξέρει πότε πρέπει και πως να μιλήσει.

Η ποίηση της Λυδίας Κυριακίδου είναι κατάθεση ψυχής ανόθευτη.
Στην ψυχή του άλλου που δεν έχει τα λόγια να πει όλα όσα θέλει και τα λες εσύ γι’ αυτόν. Είναι έκφραση όχι μόνο δική σου, αλλά και δική μου. Γι’ αυτό είπα στην φίλη Λυδία συνέχισε να γράφεις. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι δίπλα μας που δεν έχουν τις λέξεις και έχουμε χρέος να τους τις δώσουμε.

 

Η «Αποδύοψις», από τη Μάγδα Παπαδημητρίου Σαμοθράκη | Bookia

Η «Αποδύοψις», από τη Μάγδα Παπαδημητρίου Σαμοθράκη | Bookia
«Μόλις έκλεισα το βιβλίο της αναρωτήθηκα αν τελικά έχω τη δύναμη να κάνω την αυτοκριτική μου, αν μπορώ να πάρω την ευθύνη που μου αναλογεί, αν μπορώ βελτιώνοντας τον εαυτό μου να βελτιώσω τον διπλανό μου. Και μετά όλοι μαζί να αλλάξουμε τη κοινωνία»
– γράφει η Μάγδα Παπαδημητρίου Σαμοθράκη

43389288_309955166469106_1529991131792670720_nΌταν είδα την ποιητική συλλογή «ΑΠΟΔΥΟΨΙΣ» στην προθήκη των εκδόσεων Πνοή στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στην Θεσσαλονίκη, ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα με τον τίτλο. Σκέφτηκα ότι είναι πολύ επιτηδευμένος ο τίτλος. Βαρύγδουπος μου φάνηκε και δεν ήξερα τι θα διαβάσω. Με παρακίνησε ο εκδότης και επιμελητής των εκδόσεων Δημήτρης Καραναστάσης, που μου είπε ότι σίγουρα θα μου αρέσει. Η ποίηση είναι υποκειμενική. Ή σου αρέσει ή δεν σου αρέσει. Είναι εκείνο το κλικ που σου κάνει στο σωστό χρόνο. Αν θα έχεις την ηρεμία εκείνη τη στιγμή να μπορέσεις να βουλιάξεις στη γλώσσα, στο ύφος, στα συναισθήματα, στην εικόνα που σου γεννιέται διαβάζοντας το. Έψαξα στο λεξικό να βρω την σημασία της για να καταλάβω τι είδους Ποίηση μπορεί να με περιμένει. Κυριολεκτικά σημαίνει γυμνώνομαι, ξεντύνομαι, γδύνομαι. Ενώ μεταφορικά μάχομαι, αφιερώνομαι σε αγώνα. Με προκάλεσε ενδιαφέρον.

Στο βιωματικό εργαστήρι «Παιδεία του βάθους» που παρακολούθησα το χειμώνα, μιλήσαμε αλληγορικά για τη σπηλιά του Πλάτωνα, για το ξεγύμνωμα του εαυτού μας, για τις πολλές φορεσιές που φορούμε και πρέπει να τις αφαιρέσουμε για να δούμε τον εαυτό μας γυμνό μπροστά στον καθρέφτη. Να αφαιρέσουμε τα πρέπει, τα μη, τους φόβους και να κρατήσουμε τα θέλω χωρίς οι επιθυμίες να μας κρατήσουν όμηρους. Να μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας καθάριο και να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Να ρίξουμε το εγώ μας.

Φυσικό ήταν να ευχαριστηθώ τα ποιήματα της. Σε κάθε ένα από αυτά βρήκα κάτι που με προβλημάτισε. Όμορφες εικόνες αλλά και κάποιες φορές σκληρές γιατί η ίδια η πραγματικότητα που βιώνουμε είναι σκληρή και δεν θέλουμε να τη δούμε. Πολλοί δεν θέλουμε να δούμε το φως. Όπως στο ποίημα της ΤΥΦΛΟΙ. Ποιος τυφλός δεν θέλει/ Το φως του;/Πολλοί. Υπάρχουν ποιήματα αλληγορικά, στηριγμένα στον μύθο που θέλουν να μας πουν κάτι. Μικρά και μεγάλα ποιήματα που η κάθε στροφή κάνει το ταξίδι της στον εσωτερικό μας κόσμο. Από το ποίημα Φτώχεια ξεχώρισα τους παρακάτω στίχους:

Είχαν πλατύνει οι κακοτράχαλοι δρόμοι/Και το χώμα υπέφερε σε κάποιο βάθος/Έτσι που πηγαινοερχόμαστε αλυσοδεμένοι /Σε αδιάκοπες κρίσεις πανικού/Σκαλίζοντας έμμονα με τα τρύπια παπούτσια μας/Ένα μικρό λάκκο/-ίσα που χώραγε το κεφάλι μας.

45 ποιήματα που έχουν να κάνουν με το Εγώ και το Εσύ. Το Εσύ σημαίνει όλοι εμείς. Η ποιήτρια έρχεται και μας πιάνει τον ώμο και μοιράζεται τις ανησυχίες της μαζί μας. Μας προκαλεί να ξεγυμνώσουμε όλα αυτά που μας βαραίνουν, να είμαστε συμμέτοχοι στον αγώνα της γιατί όταν όλοι μαζί θα πρέπει να αγωνιστούμε να ζήσουμε ελεύθεροι. Δεν μπορείς να βγεις μόνο σου στο φως. Δεν θα έχει νόημα να είναι μόνο εκείνη λεύτερη. Με τη πένα της φωτίζει τις όμορφες πλευρές και μας οδηγεί στην κάθαρση της ψυχής. Θα τα καταφέρουμε; Μπορείς να γδυθείς ψυχικά απέναντι στο φως της Ποίησης;

Μόλις έκλεισα το βιβλίο της αναρωτήθηκα αν τελικά έχω τη δύναμη να κάνω την αυτοκριτική μου, αν μπορώ να πάρω την ευθύνη που μου αναλογεί, αν μπορώ βελτιώνοντας τον εαυτό μου να βελτιώσω τον διπλανό μου. Και μετά όλοι μαζί να αλλάξουμε τη κοινωνία.


– ΚΑΠΟΤΕ –

Κάποτε ήμουν των γλυκών προτού αρχίσω να μετράω κάτι κομψά χτυπήματα κάτι πληγές που δεν έκλειναν κάτι ανθρωπάρια ανθρωποφάγα κάτι γραμμάτια που χρὠσταγα.

Κάποτε ήμουν των ησύχων προτού αρχίσω να θυμάμαι κάτι χορούς που δε χόρεψα κάτι βλακείες που δεν είπα κάτι σημαντικά που μου δραπέτευσαν.

Κάποτε ήμουν των αθώων προτού αρχίσω να στριμώχνω κάτι λουλούδια που δεν πότισα κάτι αρμαθιές που δε φόρεσα κάτι σφαλιάρες που ποτέ δεν έδωσα κάτι «σ᾽ αγαπώ» που έπνιξα κάτι συγγνώμες που δε ζήτησα.

Ήμουν των ανθρώπων κάποτε.

Καλοτάξιδο να είναι Μαρία-Λυδία Κυριακίδου!


Το παρόν πρωτοδημοσιεύτηκε στο Bookia και μπορείτε να το διαβάσετε εδώ

 

H «Αποδύοψις» από την Μαρία Μαραγκουδάκη| Fractal

H «Αποδύοψις» από την Μαρία Μαραγκουδάκη| Fractal
«Η ποίηση της Μαρίας-Λυδία Κυριακίδου με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια που τη διακρίνει, γυμνώνεται και φτάνει έτσι στο βάθος της ψυχής της, της ψυχής μας τελικά…»
– γράφει η Μαρία Μαραγκουδάκη για το Fractal

«Αποδύοψις»
Της Μαρίας Μαραγκουδάκη

apodyopsis

Ο τίτλος σ’ ένα ποίημα είναι η χειραψία που δίνει ο ποιητής για να μας συστήσει το ποίημα. Η Μαρία-Λυδία Κυριακίδου στην πρώτη της ποιητική συλλογή έχει τίτλο μια ιδιαίτερη λέξη: Αποδύοψις. Προκύπτει από το ρήμα αποδύομαι, δηλαδή γυμνώνομαι. Η Μαρία-Λυδία Κυριακίδου γυμνώνει την ψυχή της με λέξεις και απαιτείται θάρρος για μία τέτοια κίνηση, γιατί το φως των λέξεων είναι σκληρό, φτάνει ως το μεδούλι. Είναι όμως και λυτρωτικό όσο κι αν συχνά πονάει, σπάει αποστήματα που χρονίζουν, φέρνει στην επιφάνεια πληγές και τις φωτίζει, δύσκολη υπόθεση η αυτογνωσία. Και η Μαρία-Λυδία τολμά τη βύθιση εντός. Γράφει “Όσα πεισματικά/ αρνήθηκες/ μαζεύτηκαν και/ γίνηκαν πληγές που/ με παραμόρφωσαν/” ή “Κάποτε ήμουν/ των ησύχων/προτού αρχίσω να θυμάμαι κάτι/ χορούς που δε χόρεψα/ κάτι βλακείες που δεν είπα/ κάτι σημαντικά που/μου δραπέτευσαν”.

Πρόκειται για πεζόμορφα ποιήματα, κυρίως μεγάλης έκτασης, μα συναντούμε και κάποια πολύ μικρά σαν επιγράμματα. Στην ποίηση της η Μαρία-Λυδία Κυριακίδου άλλοτε αποτυπώνει εικόνες ρεαλιστικές χρωματισμένες με μια διάχυτη μελαγχολία, με μια υπέρβαση ονείρου που αναιρεί το υλικό βάρος των πραγμάτων «Ανάποδα κρατούσε το μπλοκάκι της/και το μολύβι το ‘τρωγε./ Μια λέαινα πέρναγε/συνήθως Τρίτες/γλείφοντας τις πατούσες της.», άλλοτε στοχάζεται πάνω σε πανάρχαια και αναπάντητα ανθρώπινα ερωτήματα με μια συνείδηση ποιητική, άλλοτε παρατηρεί και διεισδύει σε πρόσωπα και καταστάσεις με περίσκεψη και συχνά με απογοήτευση, μα και με αισιοδοξία, «-Γράψε πως το καλό με τη ζωή/είναι πως τελειώνει/και από τον θάνατο ένα/μονάχα βγαίνει:/ζήσε», άλλοτε είναι ερωτική μ’ έναν τρόπο σπαρακτικό, με ένταση και παραφορά «Σε πεινάω/Κι όσο σε/δαγκώνω/δαγκώνομαι./Μαζί να/κοιμηθούμε/να ξαγρυπνούμε,/να ιδρώνουμε./Κι όσο σε λαξεύω/να λαξεύομα./Σε πεινάω».

Η ποίηση της Μαρίας-Λυδία Κυριακίδου με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια που τη διακρίνει, γυμνώνεται και φτάνει έτσι στο βάθος της ψυχής της, της ψυχής μας τελικά.


ΕΞΗ

Πριν γίνει η έλξη

έξη,

με πάτησε γερά στο

έδαφος

Από πίσω με

σκέπασε καλά,

με χώμα πολύ.

Σε λίγο

δε θ’ ανέπνεα.

Από αγάπη…

είπε.

Μ’ αγάπησε.

Πρέπει.

Πως αλλιώς

εξηγείται

που ‘βγαλα

ρίζες.


Διαβάστε το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στο Fractal, εδώ

«Όταν φιλούσαμε το ψωμί», ΑΛΜΟΥΔΕΝΑ ΓΚΡΑΝΤΕΣ| Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

«Όταν φιλούσαμε το ψωμί», ΑΛΜΟΥΔΕΝΑ ΓΚΡΑΝΤΕΣ| Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
«Ένα μυθιστόρημα μπορεί να είναι μια κραυγή ανταρσίας, επανάστασης, ελπίδας, οργής μα και αλληλεγγύης..»

8973b98b-5495-41e1-8437-a2d3f4c89693_9.jpgΗ Almudena Grandes (Αλμουδένα Γκράντες) σε αυτό της το βιβλίο, μας δίνει ένα μάθημα για το πώς ένα μυθιστόρημα μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από ένα μυθιστόρημα.Ένα μυθιστόρημα μπορεί να είναι μια κραυγή ανταρσίας, επανάστασης, ελπίδας, οργής μα και αλληλεγγύης. Υπό αυτήν τη έννοια και γνωρίζοντας πως η λογοτεχνία από την εποχή του Ομήρου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη ως σήμερα δεν έχει σταματήσει να πυροδοτεί επαναστάσεις, θα λέγαμε πως η συγγραφέας πατά στα βήματα μιας επανάστασης.

Το βιβλίο απεικονίζει με επιτυχία ένα πορτρέτο της σημερινής Ισπανίας της εποχής της κρίσης. Η ομορφιά στις περιγραφές της εκδηλώνεται μέσα από αυτήν την ωμή καθαρότητα, που δε διστάζει να ζωγραφίζει την πραγματικότητα όπως είναι. Τελειώνοντας, μας αφήνει με το μἠνυμα μιας σαφής προειδοποίησης, μέσω του ερωτήματος που κυριαρχεί: «Τι θέλουμε στ΄αλήθεια να διαιωνιστεί από εδώ και μπρος;»

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Χριστίνας Θεοδωροπούλου.


32846798_462103697584061_4653693903843622912_nΑπό την περίληψη του βιβλίου, όπως την εντοπίζουμε στον διαδικτυακό ιστότοπο των εκδόσεων ΠΑΤΑΚΗ

«Με ποιον τρόπο αντιστέκονται, στο µάτι του κυκλώνα, ζευγάρια και άνθρωποι µονάχοι, γονείς και παιδιά, νέοι και ηλικιωµένοι στα πλήγµατα της κρίσης; Το Όταν φιλούσαµε το ψωµί διηγείται, µε διεισδυτικό και συγκινητικό τρόπο, τη ζωή καθηµερινών ανθρώπων της διπλανής πόρτας: µιας οικογένειας που επιστρέφει από διακοπές αποφασισµένη να συνεχίσει απαράλλαχτη την καθηµερινή της ρουτίνα, ενός διαζευγµένου που ακούγεται πίσω απ’ τη µεσοτοιχία να κλαίει, της γιαγιάς που στολίζει το χριστουγεννιάτικο δέντρο µήνες νωρίτερα για να δώσει κουράγιο στους δικούς της, µιας γυναίκας που αποφασίζει να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξή της και επιστρέφει στην ύπαιθρο για να ζήσει στη γη που έθρεψε τους προγόνους της… Στο κοµµωτήριο, στο µπαρ, στα γραφεία ή στο Κέντρο Υγείας, οι ήρωες σ’ αυτό το σπονδυλωτό µυθιστόρηµα θα ζήσουν γλυκόπικρες στιγµές µιαςαπρόσµενης αλληλεγγύης, στιγµές αγανάκτησης και οργής, αλλά και τρυφερότητας και επιµονής. Και θα καταλάβουν γιατί οι παππούδες τους τουςέµαθαν, όταν ήταν µικρά παιδιά, να φιλούν το ψωµί».


Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στους Αποδυόπτες